Για το χωριό μας και γύρω από αυτό δεν έχουν γραφτεί πολλά ως τώρα. Με το παρόν δεν φιλοδοξώ να προσθέσω κάτι σημαντικό πέρα από τα προσωπικά μου βιώματα και τις αντιλήψεις, αλλά και το συναίσθημα. Όμως επικοινωνήστε μαζί μου για ο,τιδήποτε στο sstamell@otenet.gr

17 Σεπ 2011

Ανακατασκευάζεται το εκκλησάκι της Παναγιάς στο χωριό

Προχθές, Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου, πήγα στο χωριό να βγάλω τις πατάτες στην εξοχή. Πήγαμε με τον πατέρα. Περισσότερο, όπως κατάλαβα, ο πατέρας ήθελε να δει πώς πάει το έργο της εκκλησίας. To Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του χωριού αποφάσισε να ανακατασκευάσει το εξωκλήσι της Παναγιάς, που είναι κοντά στο σπίτι μας. Το εκκλησάκι αυτό είχε κατασκευαστεί το 1944 με πρωτοβουλία τότε -κυρίως- του Μήτσου Χουλιάρα, με ταμία τον Βασίλη Βασιλείου και μάστορα τον θείο μου τον Τάσο Σταμέλο. Είναι η Γέννηση της Θεοτόκου και πανηγυρίζει στις 8 Σεπτεμβρίου.

Την φροντίδα της εκκλησίας, όσο εγώ θυμάμαι, την είχε η οικογένειά μας γιατί ήταν κοντά στο σπίτι, αλλά και γιατί είχαμε τη νομή του "βακούφικου". Είναι μια έκταση γύρω στα πέντε στρέμματα με ψηλές αιωνόβιες βελανιδιές, κρανιές και πολλά σπερδούκλια. Ο παππούς ήταν μόνιμα επίτροπος της εκκλησίας και όταν πέθανε, ανέλαβε ο πατέρας. Εμείς τα παιδιά είχαμε πάντα την ευθύνη να ανάβουμε τα καντήλια σε κάθε γιορτή και Κυριακή, και το βράδυ και το πρωί. Δεν θα το κρύψω, ήταν αρκετά ζόρικη υποχρέωση. Όταν μάλιστα νύχτωνε κι έπρεπε να πάω να ανάψω τα καντήλια, είχα μεγάλο φόβο. Και να σκεφτείς ότι έπρεπε να ανεβείς και στη σκάλα τρέμοντας. Είχαμε μια σκάλα τρίποδη γεμάτη λάδια. Όταν φύγαμε εμείς τα παιδιά, τα καντήλια τα άναβε η μάνα κι ο πατέρας.

Με νοσταλγία θυμάμαι και τα πανηγύρια αλλά και τα παιχνίδια που κάναμε με την τραμπάλα ανάμεσα στις κρανιές και στο βράχο στην κάτω άκρη.

Με τα χρόνια άλαξε το τοπίο. Έγιναν αρχικά μόνιμα ξύλινα καθίσματα με σιδερένιο σκελετό και τραπέζια. Μετά έγινε το χοροστάσι και το καμπαναριό. Παλιά είχαμε το σήμαντρο κρεμασμένο στο δέντρο έξω από το ιερό και μετά την καμπάνα κρεμασμένη με σχοινί στο δέντρο. Φυτεύτηκαν και μερικά κυπαρίσια. Έγινε ο δρόμος για τα αυτοκίνητα, κόπηκαν αρκετά δέντρα, κόπηκε και το δέντρο με τα μπιμπίκια... ο φόβος μας κάθε καλοκαίρι. Το κτίσμα της εκκλησίας είχε τις φθορές του, τα ποντίκια ήταν μόνιμοι κάτοικοι αλήθεια.

Είδα ότι γίνεται μια καλή προσπάθεια, πέτρινη κατασκευή στο ίδιο μέγεθος με το παλιό εκκλησάκι. Σίγουρα το κόστος σε χαλεπούς καιρούς θα είναι μεγάλο για τα δεδομένα του χωριού. Εύχομαι να ολοκληρωθούν γρήγορα οι εργασίες και να μην κουραστεί το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο για την εξασφάλιση των χρημάτων. Από ό,τι άκουσα, λείπουν αρκετά...

Η εκκλησία όπως ήταν πριν

Για να κλείσω, φέτος ήταν δύσκολη χρονιά για τις πατάτες, γιατί έβρεχε μετά την σπορά διαρκώς με αποτέλεσμα να γίνει "πέτρα" το χώμα, σκληρό. Έμειναν και απότιστες, τις έπνιξαν και τα χόρτα, παρά του ότι τις σκάλισα δύο φορές. Τελικά έβγαλα περίπου 30 κιλά μικρές και μεσαίες, όχι μεγάλες. Είναι όμως, είμαι σίγουρος, νοστιμότατες και οικολογικές.

Το κακό είναι ότι το λίγο νερό στο ρέμα δεν κατάφερα να το φέρω στα ακτινίδια γιατί τα αγριγούρουνα πηγαίνουν και χαλάνε το αυλάκι στο ρέμα. Με αποτέλεσμα, είδα τα ακτινίδια να έχουν πρόβλημα και φοβάμαι για την τύχη τους, δεν λέω για τον καρπό που μάλλον δεν θα ωριμάσει όπως φαίνεται... Η ανθρώπινη απουσία σε όλο της το μεγαλείο και η τύχη των δέντρων...

Εδώ το εικόνισμα, στην κορυφή στο Βακούφικο

4 Αυγ 2011

Η Ασβεσταριά και το καλύβι μας

Σαν στοιχειωμένο φάνταζε το χωράφι. Η Ασβεσταριά. Δεν άλλαξε, όλα ίδια, όπως παλιά. Άλλοτε έλεγα θα πεταχτεί τώρα η γιαγιά με το τσαπί να σκαλίζει τα ρεβίθια, η μάνα να μαζεύει τη ρίγανη με το δρεπάνι, ο παππούς να αρμέγει τα γίδια έξω από το καλύβι, στο χεροβόλι, τα γκεσέμια μας πάνω στον τοίχο να αγναντεύουν το δρόμο και τα κορόμηλα στην κορομηλιά, νόστιμα, λαχταριστά.

Η Ασβεσταριά είναι στουρναρότοπος. Σκληρό πετρώδες έδαφος της ενδοχώρας Ευρυτανίας. Από δω αλλάζει το χώμα, είναι ακριβώς στη γραμμή της αλλαγής. Το χώμα από σκούρο με μαύρη πέτρα, γίνεται κόκκινο με άσπρη πέτρα. Φεύγουμε από «τα δέντρα», τις πλατύφυλλες βελανιδιές, και μπαίνουμε στο πουρνάρι και στο τσερνόκι. Βγαίνοντας στο καραούλι, μπροστά σου, μια δρασκελιά με το μάτι, είναι το βαθύ και απότομο φαράγγι του Αγιατριαδίτη, που ενώνεται με τη Μέγδοβα, κάτω από τη Δάφνη. Μπροστά το Πετράλωνο, απέναντι το Προσκηνητάρι της Αγίας Παρασκευής, το Κάστρο και τα Αμπέλια τα Δομιανίτικα, ψηλά το Βελούχι μας, ο Κουκουτός κι η Πλάτη, και στο βάθος το Καυκί.

Τα πεζούλια απείραχτα - κατασκευές ξερολιθιές αιώνιες. Η πουρνάρα μας λεβεντιά, ίσια με το Βελούχι. Το ξερό κουφάρι της κορομηλιάς - μνημείο της φύσης και το καλύβι μας ακόμα όρθιο με ελάχιστες «πληγές». Μπήκα μέσα να φωτογραφίσω. Το πάτερο, οι ξυλοδεσιές, το τζάκι στη μια άκρη και η «παραθύρα» στην άλλη, το κάτω παράθυρο, το μοναδικό. Η σκεπή με πλάκες άσπρες και χρωματιστές από το βράχο, κι η πόρτα, τρία φαρδιά σανίδια ανάγλυφα, βαριά. Έψαξα στα χατίλια να βρω κανένα παλιό κειμήλιο, αλλά τίποτα. Δεν άφησε τίποτα ο πατέρας. Τελευταίοι «κάτοικοι» ήταν τα γίδια, καμιά 20ριά χρόνια πριν. Το ξωμάντρι, ίσα που φαίνεται.

Πρέπει να κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα. Εκεί πήγε ο παππούς και η γιαγιά όταν παντρεύτηκαν, για λίγο καιρό, γύρω στο 1907. Από τότε ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι. Ο πατέρας λέει επισκεύασε την στέγη μετά την «κατάσταση». Έφερε το πάτερο(δέντρινο) «απ’ τ’ Καλοέρ’»(από του Καλογέρου) και τον βοήθησε ο Σπυρογληγόρης και ο Χουλιαροκώτσος. [«Τ’ Καλοέρ’», είναι μια θέση μέσα στο λόγγο με πολύ ωραία βρύση παλιά, και γούρνα με νερό. Είχε και «καλάνια»(κανάλια) για τα ζώα. Ήταν μια πραγματική όαση. Τα τελευταία 40 χρόνια η βρύση στέρεψε ή έχει ελάχιστο νερό… Τα νερά φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους]

Στο καλύβι έβαζε, λέει ο πατέρας, 300 δεμάτια «κλαρί» και κάθε πρωί πήγαινε με τη μάνα κι έπαιρνε, αυτός έναν «ώμο» πουρνάρι κι η μάνα 2-3 δεμάτια κλαρί για να «κρεμάσουν» στα γίδια. Πόσες φορές δεν το γέμισα εγώ με «κλαρί», πότε από τα δέντρα δίπλα, στο λόγγο, και πότε ψηλά απ’ του ΧλιαροΛία, στην κορυφή «στ’ Καμενταλών’».

Όλα μια αφτιασίδωτη σκληράδα. Το έδαφος, τα δέντρα, η φύση ολόκληρη, η ζωή. Η Ευρυτανία του βράχου, του πουρναριού, των φαραγγιών, των απότομων βουνών και των ποταμιών. Η Ευρυτανία του καριοφιλιού του ‘21, της «κάπας και του γκρα» της Αντίστασης. Τέτοια καλύβια φιλοξένησαν κυνηγημένους, κατσαπλιάδες, λήσταρχους, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, μοναχικούς κατατρεγμένους και πάσης φύσεως αγρίμια. Εδώ κοιμηθήκαμε κι εμείς μερικές βραδιές το Φλεβάρη του 1966 με το σεισμό, μέχρι να μας φέρουν τις σκηνές. Θεωρούσαμε πιο ασφαλές και ζεστό το καλύβι.

Από πού πήρε το όνομα Ασβεσταριά, δεν το ξέρω. Το χωριό μας είχε κάποιες «ασβεσταριές», όπως αυτή πάνω απ’ τη Μεγάλη Καστανιά, μέσα στο λόγγο, που τη λειτούργησε ο Χρίστος ο Πολύζος στη διάρκεια του μεσοπολέμου για να φτιάξουν τον Αη - Δημήτρη και άλλα σπίτια στο χωριό. Η ασβεσταριά, εκτός από κατάλληλη πέτρα, ήθελε και πολλά ξύλα για το καμίνι. Άρα το πουρναρόδασος της περιοχής και η άσπρη πέτρα ήταν κατάλληλοι όροι για «ασβεσταριά».

Η κορομηλιά στην τελευταία πεζούλα, ήταν το μοναδικό καρποφόρο δέντρο του χωραφιού. Ήταν και 2-3 αχλαδιές μέσα στα πουρνάρια, που δεν θυμάμαι ποτέ να είχαν αχλάδια. Τα κορόμηλά της είχαν μια παράξενη ιδιαίτερη γεύση, που ακόμα πολλές φορές μου έρχεται στη γλώσσα και τα νοσταλγώ. Φύτρωσε από τα κορόμηλα που έφερνε η μάνα της γιαγιάς από την Αγία Παρασκευή, στο θέρο. Η μάνα της γιαγιάς, που πέθανε από το τσίμπημα της οχιάς στα 1927. Στον κορμό της κρεμούσε ο πατέρας κανένα νεκρό αρνί ή τσιγαρίδες, δόλωμα για τις αλεπούδες. Πήγαινε μετά τα μεσάνυχτα τον Γενάρη ή Φλεβάρη, με πάγο και φεγγάρι, για καρτέρι με το μονόκαννο. Τότε που η αλεπού ήταν επικηρυγμένη από το δασαρχείο και είχε αξία η ουρά της. Αλλά ποτέ δεν σκότωσε ούτε μια αλεπού. Ποτέ δεν ήταν κυνηγός ο πατέρας...

Η Ασβεσταριά από μόνη της μπορεί να έκανε «ένα αλώνι» σιτάρι. Θυμάμαι το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα ρεβίθια, ακόμα και τα άνυδρα κοντά φασόλια. Το καλαμπόκι πολλές φορές μας το έτρωγαν τα κοράκια ή ο ασβός. Άμα έπεφταν τα κοράκια, «σαν τα κοράκια», ήταν ικανά να το πάρουν όλο μαζί τους. Έμεναν μόνο τα κουρουμούζια. Κάποιες φορές βάζαμε τσακατούρα για να φοβούνται

Γλυκιά θύμηση κι αρκετή συγκίνηση, με το γρήγορο πέρασμα που έκανα προχθές, γυρνώντας ξανά στα περασμένα.

Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο.

Γιώργος Αθάνας “Νοσταλγίες”

13 Ιουλ 2011

ΕΞΟΧΗ: η συνοικία “το όνειρο”. Τα εξοχίτικα...

[Στους κύκλους φαίνονται, όσο διακρίνονται, η Ασβεσταριά (αριστερά), το σπίτι μας (Σταμελέικο), ο Αη-λιάς και ο Γλας]

Το χωριό μας στις αρχές του 20ού αιώνα(τότε λεγόταν Αραχωβίτσα) ξεπερνούσε τους 500 κατοίκους και σήμερα δεν έχει πάνω από 25. Οι περισσότεροι γέροντες. Ένας αιώνας αλλαγών, ο εικοστός αιώνας. Αιώνας σκληρός με εφιαλτικές εμπειρίες για τους περισσότερους. Αγώνας επιβίωσης για όλα τα χωριά της ορεινής Ελλάδας, χωριά με πλούσια ιστορία και πολιτισμό.

Μεγαλώσαμε στην “Εξοχή”. Όλα τα σπίτια, που ήταν μακριά από το χωριό, τα λέγανε “εξοχίτικα”. Το χωριό μας πρέπει να αποτελεί μοναδική ίσως περίπτωση, πανελλαδικά, με τις τόσες οικογένειες/σπίτια διάσπαρτα, μακριά απ’ τον κύριο κορμό, χωρίς να σχηματίζουν ιδιαίτερες συνοικίες. Τα “εξοχίτικα” ήταν όλα μια “συνοικία”, σε ένα τόξο, κάτω και απέναντι από το χωριό. Δεν θα περιγράψω την ομορφιά και τις ιδιαίτερες χάρες και χαρές αυτής της διάσπαρτης και γεμάτης εκπλήξεις ζωής, όπως την έζησα μικρός. Είναι δύσκολο να περιγραφεί. Θέλει μυθιστορηματική αφήγηση. Δεν είναι της ώρας.

Πρέπει όμως να τονίσω ότι όλη αυτή η συνοικία “το όνειρο”, η “Εξοχή”, έσφυζε από ζωή. Παντού έβλεπες ανθρώπους, παντού έβλεπες ζώα, παντού άκουγες φωνές, όλες τις ώρες της μέρας• και της νύχτας πολλές φορές. Οι οικογένειες ήταν πολυάριθμες. Tα ζώα ήταν όλων των ειδών -πρόβατα, γίδια, αγελάδες, άλογο ή μουλάρι, γαϊδούρι, γουρούνι, κότες, σκυλιά- σε μια οικονομία κλειστή με το σύστημα της ιδιοπαραγωγής για ιδιοκατανάλωση.

Θα προσπαθήσω να απαριθμήσω τα “έξοχίτικα”, που κατοικήθηκαν στον εικοστό αιώνα και που σήμερα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, είναι πια ερείπια, επιστρατεύοντας την προσωπική μνήμη. Ορισμένα απ’ αυτά άδειασαν με την “κατάσταση”, όπως λένε στο χωριό τον εμφύλιο. Όμως, τα περισσότερα άδειασαν με το σεισμό, που έγινε στην Ευρυτανία στις 5 Φλεβάρη 1966 και την αστυφιλία που ακολούθησε, όπως άλλωστε συνέβηκε σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Σε μάς ο σεισμός απλά επιτάχυνε ένα φαινόμενο, που ήταν αναμενόμενο να συμβεί: αυτό της αστυφιλίας .

Αν ξεχνώ κάποιο σπίτι, είναι ευκαιρία να το θυμηθούμε όλοι μαζί και να συμπληρώσουμε ή να διορθώσουμε. Εννοώ, όσοι θα διαβάσετε αυτό το κείμενο. Είναι όμως μια προσπάθεια αποτύπωσης, με συναισθηματικές προεκτάσεις, της παιδικής μνήμης. Για κάθε περίπτωση σπιτιού και για κάθε νοικοκύρη, θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά πράγματα, με υποκειμενικό όμως τρόπο.

Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί αυτή η καταγραφή ως μια τελετουργία πένθους, αλλά ως ακέραιη ζωντανή μνήμη και νοσταλγική θύμηση. Όλα όσα μας θυμίζουν μια εποχή με νοσταλγία, μεγεθύνονται και αποκτούν υπόσταση ιδιαιτερότητας μέσα από αδιευκρίνιστους μηχανισμούς, που έχουν σχέση με το τι έχει αποτυπωθεί στην προσωπικότητά μας και που αντανακλάται στο δικό μας ψυχικό κόσμο.

Τελικά ένας απλός ερασιτέχνης συγγραφέας ή ένας ερασιτέχνης κινηματογραφιστής θα μπορούσε να περάσει στην αιωνιότητα αυτό, που χάνεται μέσα στο χρόνο και είναι ανεπανάληπτο. Μια εποχή, που ζήσαμε και νοσταλγούμε, γιατί, απλά, είναι τα παιδικά μας χρόνια και οι ρίζες. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα και το πρώτο “φως”

1. Του Σακκολία (Σακκάς Ηλίας). Πέρα από το ποτάμι, στο δρόμο(μονοπάτι) για την Αγία Τριάδα
2. Του Στοκονίκου (Στόκας Νίκος), επίσης πέρα από το ποτάμι
3. Του ΣτοκοΒαγγέλη (Στόκας Βαγγέλης, ο «καλαντζής»), πάνω από το Μύλο
4. Του Μενοχρήστου(Σπυράκης Χρήστος), κάτω από το Μούγκ’ και απέναντι από τη Χλιαρόραχη
5. Του ΜενοΠαύλου (Σπυράκης Παύλος, αδελφός του Χρήστου, δίπλα - δίπλα)
6. Το Μυρισιωτέικο(στα Αμπέλια)
7. Το Κιτσέικο(Κιτσάκης Νίκος), από δω από το ποτάμι, στο δρόμο για το Μύλο
8. Του Σταμελλοχρήστου(Σταμέλλος Χρήστος) πέρα από το ποτάμι, προς την Αγία Παρασκευή
9. Του Κουμπουγιαννοκώτσου(Κουμπής/Κουμπουγιάννης Κώστας), το ίδιο
10. Του ΚουμπογιαννοΣτέλιου(Κουμπής/Κουμπουγιάννης Στέλιος), το ίδιο, και τα δύο αυτά σπίτια ήταν κάτω από Χουλιαρέικο το κτήμα “στ’ Αποστόλ’”
11. Τα Γραβανέικα(Γραβάνης Θωμάς) ανεβαίνοντας για τη Χουλιαρόραχη
12. Τα Χλιαρέικα στη Χλιαρόραχη(Χουλιάρας Κώτσος και Μήτσος)
13. Του ΧλιαροΒασίλη(Χουλιάρας Βασίλης)
14. Της Χλιαροκωσταντίνενας(Χουλιάρα του Κώστα Χουλιάρα). Όλα αυτά ήταν κοντά σχετικά, που δείχνει και την συγγενική σχέση
15. Το Σταμελέικο(Κοσβέικο – Σταμέλος Βαγγέλης/Κόσβας/Κόσυβας) στον Πλάτανο, το δικό μας. Το μόνο που διατηρείται σήμερα, μετά και την επισκευή της στέγης που έκανε ο πατέρας πέρυσι. Η παρακμή όμως, λόγω της απουσίας του ανθρώπου, είναι απερίγραπτη
16. Του ΒασιλοΠάνου(Βασιλείου Πάνος)
17. Του Σπυρογληγόρη(Σπυράκης Γρηγόρης/Γληγόρης), δίπλα στ’ Καλοέρ’(η)
18. Του ΚεραμαρουΤάκη στη Μαντζούκα(Κεραμάρης Τάκης)
19. Το Στοκέικο(Στόκας Ηλίας), πάνω από την Πανα(γ)ιά
20. Του Κιτσουνίκου(Κίτσος Νίκος). Είχαν δύο σπίτια, ένα κοντά στη βρύση στο Ζωρέικο και ένα στην κορυφή στο Ζωρέικο
21. Του ΤζιαβοΧριστάκου(Τζιαβός Χρίστος), κάτω από τα Στοκέικα
22. Του ΣταμελοΠερικλή (Σταμέλος Περικλής/ στα Λαζαριάτικα)
23. Της Σπυρακονίκαινας (κάτω από τα Κεραμαρέικα και πάνω από τη Ντρίβα)
24. Τα Κεραμαρέικα στα Γραδέτσια[Κεραμάρη Νίκαινα(του Νίκου)]
25. Του Κεραμαροκώτσου(Κεραμάρης Κώστας)
26. Του Σουλτογληγόρη(Σούλτος Γρηγόρης/Γληγόρης), μετά τα Κόμματα
27. Της Ζάχενας(Γυναίκα του Χουλιάρα Ζάχου)
28. Στο Καλύβι (Κεραμαρέικο)

Ιδιαίτερη αναφορά οφείλουμε στο “Μύλο του Βασίλη”, τη μόνη βιοτεχνικού τύπου μονάδα του χωριού: “Νοτιοδυτικά του χωριού, κάτω στο ποτάμι, στο Αγιοτριαδίτικο ρέμα, ο περίφημος ''Μύλος του Βασίλη''. Δυστυχώς, εγκαταλειμμένος. Διαθέτει νεροτροβιά και μαντάνι. Είναι ίσως το μοναδικό μαντάνι στην Ευρυτανία που έχω δεί, διαλυμένο μεν, αλλά υπάρχει. Εξυπηρετούσε τους Αραχωβιτσιώτες, αλλά και τους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής. Το μαντάνι ήταν σύστημα μηχανισμού, υδροκίνητο που επεξεργάζονταν με παλμικές κινήσεις τα μάλλινα και βαριά χαλιά. Είναι κρίμα, θα μπορούσε από το υπάρχον μαντάνι να κατασκευαστεί παρόμοιο και να τεθεί σε λειτουργία, παράλληλα με τον μύλο και τη νεροτροβιά, για λόγους Ιστορικούς και πολιτισμικούς, στην υπηρεσία της εκπαίδευσης και της τουριστικής προβολής του τόπου μας, κόντρα στη συνεχόμενη απαξίωση της παλιάς ευρυτανικής οικονομίας, που σβήνει στους ξενόφερτους αγχωτικούς νεοβάρβαρους ρυθμούς ζωής”. Πηγή: http://www.evrytania.eu

Αλλά και στις περιστασιακές εξοχίτικες κατοικίες:
- το Πετράλωνο, πίσω στο βράχο, στο μονοπάτι για τους Δομιανούς. Κατοικήθηκε, μαζί με τα ζώα, περιστασιακά από το Σπυρογληγόρη, ΧουλιαροΚώτσο και τελευταία από τον Αριστείδη(Γραβάνη). Ιδιοκτησία του Γρηγόρη Σπυράκη, δεν είμαι σίγουρος αν το πούλησε στον Αριστείδη.
- το Κατσιφέικο, ανήκε στον παπού του παπού μας, τον ΣταμελοΓιώργο. Το έδωσε σε έναν Κατσίφα για πληρωμή, γιατί τον φιλοξένησε ένα χειμώνα, όταν τον κυνηγούσε το απόσπασμα(μάλλον του Όθωνα) πριν το 1850. Με την παραχώρηση αυτή άλλαξαν και τα σύνορα των δύο χωριών. Μετακινήθηκαν τα όρια σε βάρος της Αραχωβίτσας και υπέρ της Χόχλιας για να συμπεριλάβουν το Κατσιφέικο…
- η Ασβεσταριά, ήταν το πρώτο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Όταν παντρεύτηκαν γύρω στα 1907, εκεί πήγαν ως νέο ζευγάρι να μείνουν. Σήμερα υπάρχει ακόμα το Καλύβι μας, σε κακά χάλια. Το χρησιμοποιήσαμε πότε ως στάνη και πότε ως αποθήκη - αχερώνα. Στο σεισμό του 1966 κοιμηθήκαμε κάποιες βραδιές, γιατί θεωρούνταν πιο ασφαλές. Το σπίτι μας είχε πάθει σοβαρές ζημιές, κυρίως στη στέγη. Αργότερα ο πατέρας εκεί είχε τα γίδια, χειμώνα – καλοκαίρι. Σαν τώρα θυμάμαι τα γκεσέμια στον κάτω τοίχο του χωραφιού, που τα φωτογράφιζα με την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή, γύρω στο 1978, τη ρώσικη ΖΕΝΙΤ
- το Αντωνέικο πάνω από το χωριό, πρέπει να είχε κάποιο σπίτι, δεν ξέρω, πρέπει να μάθω
- Τα Καψοχώραφα, στη ράχη προς τα Κόκαλα, πρέπει να είχε βλάχικες καλύβες και κονάκια βλάχικα

Τα εξωκκλήσια
- Ο Άη Δημήτρης. Πανηγύριζε τ’ Αη Δημήτρη
- Η Πανα(γ)ιά. Πανηγύριζε στις 8 Σεπτεμβρίου αλλά λειτουργούσε κάθε χρόνο ο παπάς και στης Ζωοδόχου Πηγής, την Παρασκευή της Διακαινησίμου
- Ο ΑηΛιάς, δεν φαίνονται ούτε τα ερείπια πια… στην κορυφή στον Αη-Λιά, στο Σπυρέικο το κτήμα, κάτω από το Γλα

Αρχαιολογικοί μας χώροι, που κατοικήθηκαν από τους προγόνους μας…
- Ο Γλας Κατά καιρούς βρέθηκαν αρχαιολογικά ευρήματα οικιακής και πολεμικής χρήσης, μεταξύ των οποίων το αγαλματίδιο του θεού Διόνυσου, έργο του 2ου π.Χ. αιώνα, ύψους 0,48 μ., (σήμερα φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. πηγή www.evrytan.gr
- Η Παλαιοκαστρίνα όπου βρέθηκε πλήθος ερειπίων, αγαλματιδίων και νομισμάτων του 3ου π.Χ. αι. πηγή www.evrytan.gr
- Τα Χτίρια. Πρέπει να ήταν παλιό χωριό. Είναι απέναντι από το χωριό και κάτω από το Σταυρό
- Τα παλιοχώρια. Ήταν κάτω από τον Άγιο Δημήτριο. Νομίζω ότι εκεί έχουν βρεθεί ερείπια σπιτιών και πιθανόν νεκροταφείου
Εδώ είναι το Στοκέικο, όπως είναι σήμερα
Της Ζάχενας, όπως φαίνεται από το δρόμο
Το σπίτι μας, πριν αλλάξει η σκεπή
το σπίτι μας όπως φαίνεται σήμερα
Η Πανα(γ)ιά, η εκκλησία

31 Μαΐ 2011

Έφυγε η μάνα...


Έφυγε η μάνα... στα 90 της, την Τετάρτη 25 Μαίου 11 παρά 10 το βράδυ στο Νοσοκομείο Καρπενησίου




.......
Καημένη μάνα!
Εκείνη η γωνιά τ' Αι- Γιάννη
Που σε απιθώσανε τα χέρια μου
γαλήνη γέμισεν και χάρη.
Τόσο αναπαμένη ήτανε η όψη σου,
σαν ύμνος νικητήριος των δεινών,
σοφίας μελωδία, για τα βάσανα του κόσμου.
(Από το ποίημα του Βασίλη Αποστολόπουλου "Καημένη μάνα")

1 Μαΐ 2011

Το ποίημα αυτό του Σεφέρη μου ήρθε τώρα στο νου

Το τραγουδούσαμε στα ωραία εκείνα χρόνια της νιότης. Είναι στο μεγάλο δίσκο του Γιάννη Μαρκόπουλου "ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΑΓΑΠΑΝΘΟΥΣ"
http://www.youtube.com/watch?v=woKCLW6cW9Q&feature=related
http://www.youtube.com/watch?v=_hU_6UTs9Xk&feature=related

Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

-Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ’ τὸν τόπο τὸ δικό σου.

-Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο•
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

-Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις•
θ’ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ’ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγά-σιγὰ θὰ ‘ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

-Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ’ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ’ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ’ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

-Παλιέ μου φίλε δὲ μ’ ἀκοῦς;
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

-Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μου λὲς
ὅσο μιλᾶς τ’ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

-Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σοῦ ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ’ τὴ γῆς κι ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους.

-Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

Γ. Σεφέρης, Ἀθήνα, ἄνοιξη ’38

http://www.youtube.com/watch?v=1zlBrQUMciM&feature=related

26 Απρ 2011

Πατάτες και κρεμύδια φέτος,
η οικολογική καλλιέργεια στην "Εξοχή"

Φέτος η οικολογική καλλιέργεια στην εξοχή μάλλον θα περιοριστεί στις πατάτες και τα κρεμύδια. Το βλέπω δύσκολο για φασόλια. Το πρόβλημα είναι το νερό. Θέλει δουλειά πολύ να ανοίξουμε το αυλάκι και να μπει το νερό και θέλει και βελτίωση η υδρομάστευση στο ρέμα. Αλλά ποιος μπορεί να πηγαίνει στον Πλάτανο δύο φορές τη βδομάδα για να ποτίζει... Οπότε, ας αρκεστούμε στα λίγα και βλέπουμε. Αν και σκέφτομαι να δοκιμάσω και τα κοντά φασόλια και ό,τι γίνει. Μπορεί να έχουμε δροσερό καλοκαίρι...

Πήγα και έβαλα τις πατάτες, 110 περίπου φωλιές. Για την ιστορία, στις 11 Απριλίου. Καμιά 50αριά φωλιές έβαλα στο χωριό, στον κήπο. Ήταν 25 κιλά σπόρος από την Ένωση της Μακρακώμης. Έβαλα και κρυμύδια. Αρκετά κρεμύδια. Όργωμα και σπορά κατ' ευθείαν με τη βοήθεια και του πατέρα.
Ακλόνητος, όρθιος όλη την ώρα όσο δούλευε η φρέζα, να κοιτάει. Μετά έκανε μόνος τους τις πρώτες αυλακιές και τις πρώτες γούρνες για τις πατάτες.
Θα δούμε το αποτέλεσμα...

"Η εξειδίκευση της παραγωγής και ο εκχρηματισμός της αγροτικής οικονομίας έχει φθάσει στο σημείο να σιγήσει ο αργαλειός της οικογένειας, να εκτοπιστούν τα οικόσιτα γαλακτοπαραγωγικά ζώα, να εκλείψουν οι λιγοστές κότες, να μείνουν χέρσοι οι λαχανόκηποι και όλες οι ανάγκες να καλύπτονται από πλανόδιους και μη εμπόρους. Δεν είναι λογικό ζώντας σε ένα χωριό ή μια κωμόπολη να μην έχεις τον λαχανόκηπό σου για να καλύψεις τις ανάγκες σου και μάλιστα σε υγιεινά προιόντα που όλο και σπανίζουν από την αγορά. Με τα σημερινά μέσα(πχ καταψύκτες) ένα νοικοκυριό της υπαίθρου με λίγη εργασία μπορεί να καλύψει το σύνολο των αναγκών του σε οπωρολαχανικά εκλεκτής ποιότητας όλο το χρόνο" αντιγράφω από το άρθρο του Γιώργου Δαουτόπουλου, καθηγητή Αγροτικής Κοινωνιολογίας του ΑΠΘ με τίτλο ΔΗΜΟΤΙΚΟΙ ΛΑΧΑΝΟΚΗΠΟΙ (εφημερίδα ΠΡΑΣΙΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ)

19 Απρ 2011

Στα χρόνια εκείνα της «εξοχής», η ψυχή μου...

Η απουσία του πατέρα και η εγκατάλειψη δημιουργεί προβλήματα "χωρίς επιστροφή", και στο σπίτι και στα χωράφια. Η στέγη που ανασκευάστηκε πέρυσι, εξασφάλισε το σπίτι. Αλλά ο αγροτικός δρόμος έκανε και τη ζημιά του. Έφερε τα νερά δίπλα στον τοίχο και προξένησε μια μικρή κατολίσθηση στην κάτω αυλή. Βούλιαξε ένα τμήμα και έπεσε και το πέτρινο τοιχίο της σκάλας κάτω απ' το μπαλκόνι. Ευτυχώς που είχε την πρόνοια ο πατέρας κι έφτιαξε πέρυσι τη σκάλα σιδερένια. Εκεί βάζαμε τα ξύλα για το τζάκι, το μόνο σημείο που προστατεύονταν από τη βροχή και το χιόνι. Αλλά είχε και την "παραθύρα", που ήταν η φωλιά της κότας. Ανέβαιναν οι κότες να γεννήσουν και ήταν η φωλιά που παίρναμε τα πρώτα αυγά.

Τα περισσότερα δέντρα της αυλής ή ξεράθηκαν ή "έφυγαν" με το βούλιαγμα. Ο φράχτης δεν υπάρχει πια. Εκτός από τις βελανιδιές, είχαμε μια μικρή μουριά και τη συκιά της γιαγιάς. Μια μικρή συκιά με άσπρα σύκα, μικρά, λίγο περίεργα. Όλα πήγαν στο "πλάι". Λέει ο πατέρας ότι δεν είναι σταθερό το έδαφος, γιατί ήταν μπάζα και χώματα από την εκσκαφή του σπιτιού. Το σπίτι όμως είναι πάνω σε βράχο. Πάνω από το σπίτι κάθε χρόνο σχεδόν είχαμε ρήγματα, δίπλα στο "κοτρώνι". Θυμάμαι χαρακτηριστικά με το σεισμό του 1966, έγινε ένα τεράστιο ρήγμα που "έσκαγε" στη γούρνα προς το ρέμα, πάνω από 200 μέτρα μήκος. Μάλιστα ένα μικρό ρήγμα ήταν κάτω από το σπίτι... το βλέπαμε στο κατώι, δίπλα στο παχνί του Ντορή.

Τα δέντρα στο κτήμα ξεραίνονται σιγά σιγά. Η έλλειψη της καλλιέργειας, της περιποίησης και του καλοκαιρινού ποτίσματος είναι βασικές αιτίες. Όμως έτσι κι αλλιώς τα καρποφόρα γερνάνε και πεθαίνουν και θέλουν αντικατάσταση. Κάθε χρόνο ο πατέρας έβαζε κάποια καινούργια ή μπόλιαζε βλαστάρια, περισσότερο καστανιές, αλλά και αχλαδιές και άλλα τέτοια. Μου έλεγε, προχθές, πώς μπόλιασε τις καστανιές στου Χ(ου)λιαροχρήστου, κοντά στο Κακαβούλ(ι). Ήταν 25 Μαρτίου γύρω στο 1970, ζούσε ακόμα ο παπούς, γιατί ήρθε ένας φίλος από την Αγία Τριάδα για τα "χρόνια πολλά" και τον φώναξε η γιαγιά. Έπιασαν όλα τα κεντρώματα και μερικά είναι ακόμα, μεγάλες καστανιές πια. Λέω είναι, γιατί οι καστανιές σχεδόν όλες ξεράθηκαν από την αρρώστια... Δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα να τις σώσουμε. Όλο το χωριό έχει πρόβλημα, αλλά και τα γύρω χωριά.

Όλα σχεδόν τα καρποφόρα ξεράθηκαν. Οι μουριές κρατάνε λίγο ακόμα, αν και την μεγάλη, πάνω από το σπίτι, την έκοψαν τώρα που έφτιαξαν τη στέγη• έμεινε σχεδόν κούτσουρο. Όμως είχε φυτέψει τελευταία καινούργιες ο πατέρας και υπάρχει συνέχεια. Με τα μούρα φτιάχναμε το καλοκαίρι το πετιμέζι, μια μορφή μαρμελάδας, νοστιμότατο για τη φέτα.Κορομηλιές ελάχιστες, κερασιές μόνο η μεγάλη στον κήπο έμεινε με τα μικρά κεράσια. Έχει ψηλώσει τόσο πια, που δεν μπορεί να ανεβεί κανένας. Είχαμε τόσες πολλές κερασιές και πάνε όλες. Τα κεράσια ήταν τα πρώτα μας φρούτα. Τρώγαμε ακόμα και τα πράσινα, κι εκείνα ήταν κάπως γλυκά. Η καλύτερη ήταν αυτή στη γούρνα, μέσα στο δρόμο. Μελόκοπα.

Μετά τα κεράσια, έρχονταν τα αχλάδια, τα κορόμηλα, τα δαμάσκηνα, πολλά μαύρα και λίγα άσπρα, τα μικρά βαρδάκια. Δεν ξεχνιούνται ποτέ η κορομηλιά στ' Κούτρα, δίπλα στο αυλάκι, η κορομηλιά στην Ασβεσταριά, με τα αρωματικά της κορόμηλα, μέσα στον τοίχο και στα πουρνάρια, κάτω από το Καλύβι και η κορομηλιά στο Κάτ’ το Κομμάτ'(ι). Τα σύκα και τα σταφύλια ωρίμαζαν σχεδόν μαζί μετά τον δεκαπενταύγουστο. Είχαμε όλων των ειδών τα σύκα, μικρά όμως. Η καλύτερη ήταν η συκιά του παπούλ'(η). Αλλά και στην Πανα(γ)ιά είχαμε πολλές συκιές, κυρίως τα μικρά μελανά.

Μήλα είχαμε αρκετά, τα ξινόμηλα, από τις μεγάλες μηλιές. Αυτά τα αφήναμε για το χειμώνα, πολλά βάζαμε μέσα στο σιτάρι, στο αμπάρι, να ωριμάσουν, να κιτρινίσουν. Πολλές φορές για να τα φάμε τα βάζαμε στη φωτιά και τα ψήναμε. Είχαμε όμως μέχρι το 1965 περίπου -ίσα που τις θυμάμαι- τις μηλιές με τα μεγάλα μήλα στον κήπο. Αυτές δεν μπόρεσαν να κρατηθούν, ξεράθηκαν νωρίς.

Είχαμε αρκετές κυδωνιές με μεγάλα και μικρά κυδώνια, τα αφήναμε να ωριμάσουν καλά. Έφτιαχνε η μάνα γλυκό κυδώνι ή τα ψήναμε στη φωτιά.Τα κάστανα και τα καρύδια ωρίμαζαν στις αρχές Οκτώβρη. Τρώγαμε όλη μέρα, ήταν τόσα πολλά. Τα καρύδια τα μαζεύαμε και τα βάζαμε στην κεράνη για το χειμώνα. Έπαιζαν πολλές φορές και τα ποντίκια κι ακούγονταν να τα σέρνουν στο ταβάνι. Τα κάστανα, μερικά τα απλώναμε να ξεραθούν και τα βράζαμε το χειμώνα ξεφλουδίζοντάς τα και τα άλλα, κυρίως τα ακρίτικα, τα σκεπάζαμε μαζί με τις ζίνες και τα βγάζαμε το χειμώνα και τα ψήναμε στο τζάκι. Διατηρούνταν ακόμα και κάτω από το χιόνι. Στα μέσα του Φθινόπωρου, κατά τον Νοέμβρη, ωρίμαζαν και τα σούβρα. Δεν είχαμε δική μας σουβριά, ήταν δύο θυμάμαι στα Βασιλέικα και η μεγάλη σουβριά του Κουμπουγιάννη. Ά, είχαμε μια μικρή στου Χ(ου)λιαροχρήστου. Τα τελευταία χρόνια έχουμε και τα ακτινίδια. Έφερε ο Τάσος από το Πήλιο 4-5 ρίζες και έκαναν καλή προκοπή. Είναι της νεώτερης εποχής όμως.
Τώρα τα σταφύλια. Ήταν ο ιδιαίτερος πλούτος. Τα κλήματά μας ήταν και είναι παραδοσιακές ποικιλίες ορεινών περιοχών. Η Ευρυτανία ανά τους αιώνες είχε αμπελώνες. Σε κάθε χωριό ακόμα υπάρχει το όνομα «στ' αμπέλια», Εμείς είχαμε τα Αμπέλια κάτω από το χωριό, όχι τόσο προσηλιακό μέρος, αλλά πλαγερό και ιδανικό για αμπέλια.

Τα κλήματά μας ήταν κυρίως ψηλάδια πάνω στα δέντρα και λίγες «κρεβατίνες» ή «κληματαριές». Τα είδη μας: πρωιμάδι, τσ'πάκι, ασπρούδα, κολοκυθάρα, αιτονύχι, γρέντζελο, κρασοστάφυλο, μαυροκρούνα, σιδέρι και το φράουλο. Σίγουρα θα ξεχνάω κάποιο. Το φράουλο πρέπει να είναι αμερικάνικο, μάλλον το έφεραν μετά το πόλεμο με το σχέδιο Μάρσαλ. Είναι τόσο ανθεκτικό και σκληρό σταφύλι, που έκανε μεγάλη επιτυχία. Σήμερα είναι αυτά που μαζεύουμε στην κρεβατίνα στο χωριό. Κάνει καλό κρασί.

Η μεγάλη φασαρία στα κλήματα είναι το κλάδεμα και το μάζεμα. Άντε να κλαδέψεις πάνω στα δέντρα. Το κλάδεμα γίνεται μέσα στο χειμώνα, όταν το φυτό είναι στη χειμέρια νάρκη. Το πολύ και τον Μάρτη. Άντε πάλι να ανεβείς να τα μαζέψεις. Τα μαζεύαμε στον ντρουβά και τα κατεβάζαμε με την τριχιά. Μετά στα κοφίνια και τα φορτώναμε στο γάιδαρο για το σπίτι.
Για τα κλήματα και τα σταφύλια πρέπει να γίνει ειδική αναφορά, διαφορετικά θα αδικήσω την όλη διαδικασία, γιατί ήταν κάτι το ιδιαίτερο, όχι μόνο για μας, αλλά και για όλο το χωριό.

23 Φεβ 2011

Ανεβαίνοντας στην κορυφή του Βελουχιού...

Δύο πρόσφατες φωτογραφίες από την κορυφή του Βελουχιού. Στις 9 Φεβρουαρίου ανεβήκαμε με τη Μάρα και τον Χρήστο από τα Καγγέλια στην κορυφή, με πολύ χιόνι. Δείτε τη Μάρα και το Χρήστο με φόντο την Αγία Τριάδα κάτω, το χωριό, τον Γλα, τα Γραδέτσια, τον Κοκκινιά και τον Κόμπολο, στο βάθος φυσικά τα Άγραφα

5 Φεβ 2011

Χειμωνιάτικο Βελούχι


Μια νότα χειμωνιάτικη. Το Βελούχι χιονισμένο, από τον Αη-Λιά, 26.1.2011.


Όμορφες εικόνες, ευχάριστες.

«Βελούχι μου πεντάμορφο κι Οξυά ζωγραφισμένη, λιώστε τα χιόνια γρήγορα να χορταριάσει ο τόπος...» λέει το δημοτικό μας τραγούδι

Οι μετανάστες πρόγονοί μας στην Αμερική

Από την Αραχωβίτσα (Πετράλωνα) Ευρυτανίας, μετανάστες στην Αμερική (1901-1931) http://amfictyon.blogspot.com/2019/09/1901-1931.html Θερμά συ...