Σαν στοιχειωμένο φάνταζε το χωράφι. Η Ασβεσταριά. Δεν άλλαξε, όλα ίδια, όπως παλιά. Άλλοτε έλεγα θα πεταχτεί τώρα η γιαγιά με το τσαπί να σκαλίζει τα ρεβίθια, η μάνα να μαζεύει τη ρίγανη με το δρεπάνι, ο παππούς να αρμέγει τα γίδια έξω από το καλύβι, στο χεροβόλι, τα γκεσέμια μας πάνω στον τοίχο να αγναντεύουν το δρόμο και τα κορόμηλα στην κορομηλιά, νόστιμα, λαχταριστά.
Η Ασβεσταριά είναι στουρναρότοπος. Σκληρό πετρώδες έδαφος της ενδοχώρας Ευρυτανίας. Από δω αλλάζει το χώμα, είναι ακριβώς στη γραμμή της αλλαγής. Το χώμα από σκούρο με μαύρη πέτρα, γίνεται κόκκινο με άσπρη πέτρα. Φεύγουμε από «τα δέντρα», τις πλατύφυλλες βελανιδιές, και μπαίνουμε στο πουρνάρι και στο τσερνόκι. Βγαίνοντας στο καραούλι, μπροστά σου, μια δρασκελιά με το μάτι, είναι το βαθύ και απότομο φαράγγι του Αγιατριαδίτη, που ενώνεται με τη Μέγδοβα, κάτω από τη Δάφνη. Μπροστά το Πετράλωνο, απέναντι το Προσκηνητάρι της Αγίας Παρασκευής, το Κάστρο και τα Αμπέλια τα Δομιανίτικα, ψηλά το Βελούχι μας, ο Κουκουτός κι η Πλάτη, και στο βάθος το Καυκί.
Τα πεζούλια απείραχτα - κατασκευές ξερολιθιές αιώνιες. Η πουρνάρα μας λεβεντιά, ίσια με το Βελούχι. Το ξερό κουφάρι της κορομηλιάς - μνημείο της φύσης και το καλύβι μας ακόμα όρθιο με ελάχιστες «πληγές». Μπήκα μέσα να φωτογραφίσω. Το πάτερο, οι ξυλοδεσιές, το τζάκι στη μια άκρη και η «παραθύρα» στην άλλη, το κάτω παράθυρο, το μοναδικό. Η σκεπή με πλάκες άσπρες και χρωματιστές από το βράχο, κι η πόρτα, τρία φαρδιά σανίδια ανάγλυφα, βαριά. Έψαξα στα χατίλια να βρω κανένα παλιό κειμήλιο, αλλά τίποτα. Δεν άφησε τίποτα ο πατέρας. Τελευταίοι «κάτοικοι» ήταν τα γίδια, καμιά 20ριά χρόνια πριν. Το ξωμάντρι, ίσα που φαίνεται.
Πρέπει να κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα. Εκεί πήγε ο παππούς και η γιαγιά όταν παντρεύτηκαν, για λίγο καιρό, γύρω στο 1907. Από τότε ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι. Ο πατέρας λέει επισκεύασε την στέγη μετά την «κατάσταση». Έφερε το πάτερο(δέντρινο) «απ’ τ’ Καλοέρ’»(από του Καλογέρου) και τον βοήθησε ο Σπυρογληγόρης και ο Χουλιαροκώτσος. [«Τ’ Καλοέρ’», είναι μια θέση μέσα στο λόγγο με πολύ ωραία βρύση παλιά, και γούρνα με νερό. Είχε και «καλάνια»(κανάλια) για τα ζώα. Ήταν μια πραγματική όαση. Τα τελευταία 40 χρόνια η βρύση στέρεψε ή έχει ελάχιστο νερό… Τα νερά φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους]
Στο καλύβι έβαζε, λέει ο πατέρας, 300 δεμάτια «κλαρί» και κάθε πρωί πήγαινε με τη μάνα κι έπαιρνε, αυτός έναν «ώμο» πουρνάρι κι η μάνα 2-3 δεμάτια κλαρί για να «κρεμάσουν» στα γίδια. Πόσες φορές δεν το γέμισα εγώ με «κλαρί», πότε από τα δέντρα δίπλα, στο λόγγο, και πότε ψηλά απ’ του ΧλιαροΛία, στην κορυφή «στ’ Καμενταλών’».
Όλα μια αφτιασίδωτη σκληράδα. Το έδαφος, τα δέντρα, η φύση ολόκληρη, η ζωή. Η Ευρυτανία του βράχου, του πουρναριού, των φαραγγιών, των απότομων βουνών και των ποταμιών. Η Ευρυτανία του καριοφιλιού του ‘21, της «κάπας και του γκρα» της Αντίστασης. Τέτοια καλύβια φιλοξένησαν κυνηγημένους, κατσαπλιάδες, λήσταρχους, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, μοναχικούς κατατρεγμένους και πάσης φύσεως αγρίμια. Εδώ κοιμηθήκαμε κι εμείς μερικές βραδιές το Φλεβάρη του 1966 με το σεισμό, μέχρι να μας φέρουν τις σκηνές. Θεωρούσαμε πιο ασφαλές και ζεστό το καλύβι.
Από πού πήρε το όνομα Ασβεσταριά, δεν το ξέρω. Το χωριό μας είχε κάποιες «ασβεσταριές», όπως αυτή πάνω απ’ τη Μεγάλη Καστανιά, μέσα στο λόγγο, που τη λειτούργησε ο Χρίστος ο Πολύζος στη διάρκεια του μεσοπολέμου για να φτιάξουν τον Αη - Δημήτρη και άλλα σπίτια στο χωριό. Η ασβεσταριά, εκτός από κατάλληλη πέτρα, ήθελε και πολλά ξύλα για το καμίνι. Άρα το πουρναρόδασος της περιοχής και η άσπρη πέτρα ήταν κατάλληλοι όροι για «ασβεσταριά».
Η κορομηλιά στην τελευταία πεζούλα, ήταν το μοναδικό καρποφόρο δέντρο του χωραφιού. Ήταν και 2-3 αχλαδιές μέσα στα πουρνάρια, που δεν θυμάμαι ποτέ να είχαν αχλάδια. Τα κορόμηλά της είχαν μια παράξενη ιδιαίτερη γεύση, που ακόμα πολλές φορές μου έρχεται στη γλώσσα και τα νοσταλγώ. Φύτρωσε από τα κορόμηλα που έφερνε η μάνα της γιαγιάς από την Αγία Παρασκευή, στο θέρο. Η μάνα της γιαγιάς, που πέθανε από το τσίμπημα της οχιάς στα 1927. Στον κορμό της κρεμούσε ο πατέρας κανένα νεκρό αρνί ή τσιγαρίδες, δόλωμα για τις αλεπούδες. Πήγαινε μετά τα μεσάνυχτα τον Γενάρη ή Φλεβάρη, με πάγο και φεγγάρι, για καρτέρι με το μονόκαννο. Τότε που η αλεπού ήταν επικηρυγμένη από το δασαρχείο και είχε αξία η ουρά της. Αλλά ποτέ δεν σκότωσε ούτε μια αλεπού. Ποτέ δεν ήταν κυνηγός ο πατέρας...
Η Ασβεσταριά από μόνη της μπορεί να έκανε «ένα αλώνι» σιτάρι. Θυμάμαι το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα ρεβίθια, ακόμα και τα άνυδρα κοντά φασόλια. Το καλαμπόκι πολλές φορές μας το έτρωγαν τα κοράκια ή ο ασβός. Άμα έπεφταν τα κοράκια, «σαν τα κοράκια», ήταν ικανά να το πάρουν όλο μαζί τους. Έμεναν μόνο τα κουρουμούζια. Κάποιες φορές βάζαμε τσακατούρα για να φοβούνται
Γλυκιά θύμηση κι αρκετή συγκίνηση, με το γρήγορο πέρασμα που έκανα προχθές, γυρνώντας ξανά στα περασμένα.
Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο.
Γιώργος Αθάνας “Νοσταλγίες”
Η Ασβεσταριά είναι στουρναρότοπος. Σκληρό πετρώδες έδαφος της ενδοχώρας Ευρυτανίας. Από δω αλλάζει το χώμα, είναι ακριβώς στη γραμμή της αλλαγής. Το χώμα από σκούρο με μαύρη πέτρα, γίνεται κόκκινο με άσπρη πέτρα. Φεύγουμε από «τα δέντρα», τις πλατύφυλλες βελανιδιές, και μπαίνουμε στο πουρνάρι και στο τσερνόκι. Βγαίνοντας στο καραούλι, μπροστά σου, μια δρασκελιά με το μάτι, είναι το βαθύ και απότομο φαράγγι του Αγιατριαδίτη, που ενώνεται με τη Μέγδοβα, κάτω από τη Δάφνη. Μπροστά το Πετράλωνο, απέναντι το Προσκηνητάρι της Αγίας Παρασκευής, το Κάστρο και τα Αμπέλια τα Δομιανίτικα, ψηλά το Βελούχι μας, ο Κουκουτός κι η Πλάτη, και στο βάθος το Καυκί.
Τα πεζούλια απείραχτα - κατασκευές ξερολιθιές αιώνιες. Η πουρνάρα μας λεβεντιά, ίσια με το Βελούχι. Το ξερό κουφάρι της κορομηλιάς - μνημείο της φύσης και το καλύβι μας ακόμα όρθιο με ελάχιστες «πληγές». Μπήκα μέσα να φωτογραφίσω. Το πάτερο, οι ξυλοδεσιές, το τζάκι στη μια άκρη και η «παραθύρα» στην άλλη, το κάτω παράθυρο, το μοναδικό. Η σκεπή με πλάκες άσπρες και χρωματιστές από το βράχο, κι η πόρτα, τρία φαρδιά σανίδια ανάγλυφα, βαριά. Έψαξα στα χατίλια να βρω κανένα παλιό κειμήλιο, αλλά τίποτα. Δεν άφησε τίποτα ο πατέρας. Τελευταίοι «κάτοικοι» ήταν τα γίδια, καμιά 20ριά χρόνια πριν. Το ξωμάντρι, ίσα που φαίνεται.
Πρέπει να κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα. Εκεί πήγε ο παππούς και η γιαγιά όταν παντρεύτηκαν, για λίγο καιρό, γύρω στο 1907. Από τότε ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι. Ο πατέρας λέει επισκεύασε την στέγη μετά την «κατάσταση». Έφερε το πάτερο(δέντρινο) «απ’ τ’ Καλοέρ’»(από του Καλογέρου) και τον βοήθησε ο Σπυρογληγόρης και ο Χουλιαροκώτσος. [«Τ’ Καλοέρ’», είναι μια θέση μέσα στο λόγγο με πολύ ωραία βρύση παλιά, και γούρνα με νερό. Είχε και «καλάνια»(κανάλια) για τα ζώα. Ήταν μια πραγματική όαση. Τα τελευταία 40 χρόνια η βρύση στέρεψε ή έχει ελάχιστο νερό… Τα νερά φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους]
Στο καλύβι έβαζε, λέει ο πατέρας, 300 δεμάτια «κλαρί» και κάθε πρωί πήγαινε με τη μάνα κι έπαιρνε, αυτός έναν «ώμο» πουρνάρι κι η μάνα 2-3 δεμάτια κλαρί για να «κρεμάσουν» στα γίδια. Πόσες φορές δεν το γέμισα εγώ με «κλαρί», πότε από τα δέντρα δίπλα, στο λόγγο, και πότε ψηλά απ’ του ΧλιαροΛία, στην κορυφή «στ’ Καμενταλών’».
Όλα μια αφτιασίδωτη σκληράδα. Το έδαφος, τα δέντρα, η φύση ολόκληρη, η ζωή. Η Ευρυτανία του βράχου, του πουρναριού, των φαραγγιών, των απότομων βουνών και των ποταμιών. Η Ευρυτανία του καριοφιλιού του ‘21, της «κάπας και του γκρα» της Αντίστασης. Τέτοια καλύβια φιλοξένησαν κυνηγημένους, κατσαπλιάδες, λήσταρχους, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, μοναχικούς κατατρεγμένους και πάσης φύσεως αγρίμια. Εδώ κοιμηθήκαμε κι εμείς μερικές βραδιές το Φλεβάρη του 1966 με το σεισμό, μέχρι να μας φέρουν τις σκηνές. Θεωρούσαμε πιο ασφαλές και ζεστό το καλύβι.
Από πού πήρε το όνομα Ασβεσταριά, δεν το ξέρω. Το χωριό μας είχε κάποιες «ασβεσταριές», όπως αυτή πάνω απ’ τη Μεγάλη Καστανιά, μέσα στο λόγγο, που τη λειτούργησε ο Χρίστος ο Πολύζος στη διάρκεια του μεσοπολέμου για να φτιάξουν τον Αη - Δημήτρη και άλλα σπίτια στο χωριό. Η ασβεσταριά, εκτός από κατάλληλη πέτρα, ήθελε και πολλά ξύλα για το καμίνι. Άρα το πουρναρόδασος της περιοχής και η άσπρη πέτρα ήταν κατάλληλοι όροι για «ασβεσταριά».
Η κορομηλιά στην τελευταία πεζούλα, ήταν το μοναδικό καρποφόρο δέντρο του χωραφιού. Ήταν και 2-3 αχλαδιές μέσα στα πουρνάρια, που δεν θυμάμαι ποτέ να είχαν αχλάδια. Τα κορόμηλά της είχαν μια παράξενη ιδιαίτερη γεύση, που ακόμα πολλές φορές μου έρχεται στη γλώσσα και τα νοσταλγώ. Φύτρωσε από τα κορόμηλα που έφερνε η μάνα της γιαγιάς από την Αγία Παρασκευή, στο θέρο. Η μάνα της γιαγιάς, που πέθανε από το τσίμπημα της οχιάς στα 1927. Στον κορμό της κρεμούσε ο πατέρας κανένα νεκρό αρνί ή τσιγαρίδες, δόλωμα για τις αλεπούδες. Πήγαινε μετά τα μεσάνυχτα τον Γενάρη ή Φλεβάρη, με πάγο και φεγγάρι, για καρτέρι με το μονόκαννο. Τότε που η αλεπού ήταν επικηρυγμένη από το δασαρχείο και είχε αξία η ουρά της. Αλλά ποτέ δεν σκότωσε ούτε μια αλεπού. Ποτέ δεν ήταν κυνηγός ο πατέρας...
Η Ασβεσταριά από μόνη της μπορεί να έκανε «ένα αλώνι» σιτάρι. Θυμάμαι το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα ρεβίθια, ακόμα και τα άνυδρα κοντά φασόλια. Το καλαμπόκι πολλές φορές μας το έτρωγαν τα κοράκια ή ο ασβός. Άμα έπεφταν τα κοράκια, «σαν τα κοράκια», ήταν ικανά να το πάρουν όλο μαζί τους. Έμεναν μόνο τα κουρουμούζια. Κάποιες φορές βάζαμε τσακατούρα για να φοβούνται
Γλυκιά θύμηση κι αρκετή συγκίνηση, με το γρήγορο πέρασμα που έκανα προχθές, γυρνώντας ξανά στα περασμένα.
Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο.
Γιώργος Αθάνας “Νοσταλγίες”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου