Το σιτάρι μας, ως προϊόν και αγαθό σε μια κλειστή οικονομία "ιδιοπαραγωγής για ιδιοκατανάλωση", το πιο βασικό αγαθό, είχε τέσσερεις βασικούς κύκλους εργασίας. Το όργωμα του χωραφιού, που γίνονταν νωρίς τον Οκτώβρη, η σπορά που γίνονταν τον Νοέμβρη, ο θέρος στις αρχές Ιουλίου και αμέσως μετά το αλώνισμα. Την άνοιξη, Απρίλη - Μάη γίνονταν και το βουτάνισμα, να απαλλάξουμε το σιτάρι από τα ζιζάνια και την καβαλαρού. Πάντα εφραρμόζαμε την αμειψισπορά, ποτέ δεν σπέρναμε το ίδιο χωράφι στάρι. Τη μιά χρονιά βάζαμε καλαμπόκι ή ρεβύθια και την άλλη χρονιά στάρι. Αυτό ήταν κανόνας.
Δεν είναι η ώρα για να αναφερθώ αναλυτικά σε όλα αυτά, γιατί θέλει πολύ χρόνο και διάθεση μνήμης. Ούτε για το θέρο, τα δεμάτια, τις θημωνιές, το κουβάλημα στο αλώνι κλπ.
Δεν είχα σκοπό να αναφερθώ στο αλώνι μας, αλλά "σκαλίζοντας" το αρχείο των φωτογραφιών έπεσα επάνω του. Θα ήταν αδικία να μην "ξεσκονίσω" λίγο τη μνήμη. Να μην του αφιερώσω λίγο χρόνο...
χωμένο μέσα στα χώματα και τις αγριάδες και χωρίς τον "στροιερό"
Ήταν σημείο αναφοράς, βασικός τόπος για πολλές δραστηριότητες, κυρίως γιατί δέσποζε στην περιοχή. Ήταν εκατό μέτρα πάνω από το σπίτι, δυτικά, στο αντέρισμα για να έχει αέρα, και στο δρόμο των ζώων μας όταν "σκάριζαν" ν' ανηφορίσουν για το λόγγο ή για την Ασβεσταριά και τ' "Καμεν' τ' Αλώνι"
Δίπλα του έστεκε το "δέντρο", μια αιωνόβιο βελανιδιά, η οποία φιλοξενούσε όλα τα πουλιά που περνούσαν στην περιοχή. Από κυριαρίνες και γκζάνες, φάσες και αγριοπερίστερα, γεράκια και κοράκια, ό,τι μπορεί να βάλει ο νούς σας.
Στη σκιά του, το καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες κοιμόμασταν, γιατί είχε αέρα και δροσιά. Όταν είχαμε "αλώνι", κάτω από το δέντρο ήταν το "σπίτι" μας. Όλη η οικογένεια ήταν όλη μέρα εκεί. Το αλώνισμα κρατούσε πολλές μέρες. Είχαμε τρία "αλώνια" να κάνουμε στις καλύτερες χρονιές. Αλλά η δουλειά συνεχίζονταν με το λίχνισμα και το κουβάλημα του άχυρου στην καλύβα, που ήταν ακριβώς από κάτω. Μια δύσκολη δουλειά, γιατί σε έτρωγε η αγάνα. Αλλά το διασκεδάζαμε πολύ.
Αν ήμασταν άτυχοι και έπιανε καμιά βροχή, τρέχαμε να το σκεπάσουμε με τα νάυλον, τις κουρελούδες και τα δικράνια. Μια φορά, το λέω πάντα, ήταν τόσο δυνατή η μπόρα που πλημμύρισαν όλα τα ρυάκια. Μπήκε το νερό μέσα στο αλώνι και παραλίγο να μας το πάρει. Κλαίγαμε όλοι προσπαθώντας να το σώσουμε με τα φτιάρια...
Το αλώνι μας στη βόρεια πλευρά του είχε τοίχο με μια "παραθύρα". Ήταν στρωμένο με άσπρες και σκουροκόκκινες πλάκες από το "βράχο" και τα "στεφάνια". Λίγες μέρες πριν το αλώνισμα, έπρεπε να καθαριστεί από τις αγριάδες γύρω από τις πέτρες και τα χώματα που έφερναν οι βροχάδες. Ήταν ένα μπελάς, γιατί έπρεπε με την τσάπα ή την σκεπαρνιά να το ξύσεις κυριολεκτικά και να το σκουπίσεις με το σάρωμα. Το σάρωμα ήταν ή ελατίσιο κλαδί ή κέδρινο. Το καθάρισμα κράταγε μια δυό μέρες. Στη μέση ήταν ο στροερός, ένα παλούκι χοντρό, χωμένο καλά και στεριωμένο, στο οποίο δέναμε το άλογο ή τις αγελάδες, αν κάναμε με τις αγελάδες αλώνι. Συνήθως κάναμε με το άλογο, τον ντορή μας, και βάζαμε καμιά φορά και τη γαιδούρα μαζί του.
Αυτά για σήμερα. Η θύμιση είναι νοσταλγική και δυστυχώς φέρνει συγκίνηση. Σταματώ...
Μεγάλωσαν και τα δέντρα...