Ο τρύγος στο χωριό ήταν μια ξεχωριστή και ευχάριστη διαδικασία. Συνήθως ξεκινούσε στις αρχές του Οκτώβρη και, ανάλογα με τον καιρό, ολοκληρώνονταν μέσα στο μήνα. Από τις αρχές του Σεπτέμβρη ξεπλέναμε τα βαρέλια και τις κάδες και τα βάζαμε στο νερό για να φουσκώσουν ελέγχοντας τα «στεφάνια» και βουλώνοντας τις πιθανές τρύπες και σχισμές με λιωμένο ρετσίνι.
Είχαμε μια μεγάλη ξύλινη κάδη και μια «καδοπούλα», μικρότερη σε χωρητικότητα. Επίσης είχαμε στο υπόγειο 4-5 ξύλινα βαρέλια διαφόρων χωρητικοτήτων. Από 200άρια(λίτρα) και μέχρι 80άρια. Τα βαρέλια είχαν ξύλινες κάνουλες και στο πάνω μέρος μια τρύπα, που ρίχναμε το κρασί, σε σχήμα ημικυκλίου, που έκλεινε με την ανάλογη τάπα. Ήταν χρονιές που βάζαμε μέχρι 700 κιλά κρασί. Ο πατέρας κάποια χρόνια δεν έπινε καθόλου νερό. Ξυπνούσε στο βαρέλι. Τώρα μου διαμαρτύρεται λέγοντας δεν μπορεί να πιει πάνω από 2-3 ποτήρια και ανάλογο τσίπουρο. Το ήπιε όλο μαζί…
Τα κλήματα ήταν κυρίως «ψηλάδια», πάνω στα δέντρα και σε κρεβατίνες. Δεν είχαμε αμπέλια, παρά το γεγονός ότι η Ευρυτανία θεωρείται αμπελότοπος. Αυτό φαίνεται από το ότι και σήμερα κάθε χωριό έχει την τοποθεσία «αμπέλια», που αυτό σημαίνει ότι εκεί ήταν ο κατάλληλος τόπος για τα αμπέλια. Προσηλιακός τόπος με πλούσιο αμμουδερό χώμα. Ιστορικά αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Ευρυτανίας έκαναν παραγωγή και εμπόριο κρασιού. Για κάποιους λόγους εξαφανίστηκαν τα αμπέλια και έμειναν μόνο τα ψηλάδια και οι κρεβατίνες.
Θυμάμαι πάντα τον τρύγο ως μια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Είχε την κούρασή της αλλά και τις χαρές της. Ανεβαίναμε στα δέντρα με αρκετούς κινδύνους και κατεβάζαμε τα σταφύλια μέσα σε «τροβάδια», με την τριχιά. Κάτω από το δέντρο ήταν η γιαγιά ή η μάνα, που άδειαζαν τα σταφύλια στα κοφίνια ή στα καφάσια. Τα φορτώναμε συνήθως στη γαϊδούρα και τα πηγαίναμε στο σπίτι.
Οι ποικιλίες ήταν πολλές. Η πιο ανθεκτική ποικιλία αποδείχτηκε μέχρι και σήμερα το «φράουλο», που μάλλον είναι αμερικάνικη ποικιλία και πρέπει να ήρθε στα ορεινά με το σχέδιο Μάρσαλ, μετά το ’50. Το είχαμε και το έχουμε κυρίως σε κρεβατίνες. Άλλες ποικιλίες είναι το «πρωιμάδι», το «τσ(ι)πάκι», η «κολοκυθάρα», το «αετονύχι», το «σιδέρι», η «μαυροκρούνα», το «κρασοστάφυλο», ο «ροδίτης», η «ασπρούδα», το «γρέντζελο» και πρέπει να ξεχνάω και κάποια Πολύ ανθεκτικό επίσης, που καθυστερούσε να ωριμάσει, ήταν το «σιδέρι». Σκληρό και στυφόγλυκο που το βρίσκαμε πολλές φορές πάνω στα δέντρα μέχρι το Δεκέμβρη, αν δεν το τρώγανε τα πουλιά. Πάντα πρώτο ωρίμαζε το πρωιμάδι και οι πρώτες κόκκινες ρόγες εμφανίζονταν τον 15αύγουστο. Ήταν για μας πανηγύρι. Άρχιζε το καθημερινό κυνήγι των σταφυλιών, που συνόδευαν τα σύκα και τα καρύδια στην καθημερινή μας διατροφή.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν το "πρωιμάδι" στη μουριά δίπλα στο σπίτι, η "κολοκυθάρα" στο δέντρο του Κούτρα, το "αετονύχι" δίπλα στην κερασιά στη γούρνα, το "σιδέρι" στην κρανιά του Βασιλοπάνου, στη βρύση, η "μαυροκρούνα" στο δέντρο στην Παναγιά, το "τσπάκι" στη φτελιά στον πάτο στη Λάκα, το "φράουλο" στην κληματαριά στου Χουλιαροχρήστου, η "ασπρούδα" στον κισσό στη λάκα, το "γρέντζελο" στο αμπελάκι. Να που θυμήθηκα τώρα το "αμπελάκι" δίπλα στο σπίτι, που σημαίνει ότι παλιά εκεί ήταν αμπέλι
Όμως κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο είναι τα νόστιμα και εντυπωσιακά σταφύλια που μας κερνούσε η Σπυρογ(λ)ρηγόρενα στα ξεφλουδίσματα του καλαμποκιού, στο αλώνι, δίπλα στη Λάκα. Βραδιές με φεγγάρι ξεφλουδίζοντας στοίβες καλαμπόκι, κάτω από τις σκιές του φεγγαρόφωτου, δίπλα στις ψηλές βελανιδιές, με το γλυκό απώι του Σεπτέμβρη χωμένοι μέσα στα καλαμποκόφλουδα για να ζεστενόμαστε, με συζητήσεις των μεγάλων που εμείς οι μικρότεροι ακούγαμε σιωπηλά και πλάθαμε μύθους με τη φαντασία μας. Μυστηριακές εικόνες… Η οικοδέσποινα έφερνε για κέρασμα σταφύλια και σύκα στο πιάτο.
Τα σταφύλια τα «πατούσαμε» στο καζάνι με τα χέρια κι από κει τα ρίχναμε στην κάδη. Συνήθως αφήναμε το κρασί 3 με 4 μέρες στη κάδη και μετά το «τραβούσαμε» και το ρίχναμε στα βαρέλια. Ο πατέρας αναλάμβανε προσωπικά το σφράγισμα των βαρελιών για να βράσουν. Έριχνε και λίγο ρετσίνι μέσα. Πολλές φορές ξύνιζε το κρασί, κυρίως γιατί δεν είχε τους απαραίτητους βαθμούς ή δεν έβραζε όπως θα έπρεπε. Το πρώτο βαρέλι το ανοίγαμε κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων και ήταν το καλύτερο. Το ξυνό το πίναμε το καλοκαίρι, που το έπιαναν οι ζέστες.
Τα "τσίπουρα" τα αφήναμε μέσα στην κάδη για να βράσουν ένα μήνα περίπου, σφραγισμένα επίσης με νάιλον και βαριά πέτρα από πάνω, για να πάνε μετά για απόσταξη για το τσίπουρο.
Η καλλιέργεια - περιποίηση των κλημάτων και η παραγωγή του κρασιού και του τσίπουρου έχει διάφορα στάδια: Το κλάδεμα, το όργωμα γύρω από τη ρίζα και πιθανά η καταβολάδα για τον πολλαπλασισμό και την καλύτερη υγεία του κλήματος, ο τρύγος, το "πάτημα" των σταφυλιών και το "τράβηγμα" του μούστου, το κλείσιμο του βαρελιού, το βράσιμο των "τσίπουρων" και η απόσταξη. Το καθένα από τα στάδια αυτά έχει τις λεπτομέρειές του και απαιτεί ανάλογες γνώσεις και εμπειρία για να έχεις επιτυχία. Το κλάδεμα για παράδειγμα είναι γνώση και δύναμη στα χέρια. Η απόσταξη θέλει υπομονή, δύναμη και μαεστρία
Είχαμε μια μεγάλη ξύλινη κάδη και μια «καδοπούλα», μικρότερη σε χωρητικότητα. Επίσης είχαμε στο υπόγειο 4-5 ξύλινα βαρέλια διαφόρων χωρητικοτήτων. Από 200άρια(λίτρα) και μέχρι 80άρια. Τα βαρέλια είχαν ξύλινες κάνουλες και στο πάνω μέρος μια τρύπα, που ρίχναμε το κρασί, σε σχήμα ημικυκλίου, που έκλεινε με την ανάλογη τάπα. Ήταν χρονιές που βάζαμε μέχρι 700 κιλά κρασί. Ο πατέρας κάποια χρόνια δεν έπινε καθόλου νερό. Ξυπνούσε στο βαρέλι. Τώρα μου διαμαρτύρεται λέγοντας δεν μπορεί να πιει πάνω από 2-3 ποτήρια και ανάλογο τσίπουρο. Το ήπιε όλο μαζί…
Τα κλήματα ήταν κυρίως «ψηλάδια», πάνω στα δέντρα και σε κρεβατίνες. Δεν είχαμε αμπέλια, παρά το γεγονός ότι η Ευρυτανία θεωρείται αμπελότοπος. Αυτό φαίνεται από το ότι και σήμερα κάθε χωριό έχει την τοποθεσία «αμπέλια», που αυτό σημαίνει ότι εκεί ήταν ο κατάλληλος τόπος για τα αμπέλια. Προσηλιακός τόπος με πλούσιο αμμουδερό χώμα. Ιστορικά αναφέρεται ότι οι κάτοικοι της Ευρυτανίας έκαναν παραγωγή και εμπόριο κρασιού. Για κάποιους λόγους εξαφανίστηκαν τα αμπέλια και έμειναν μόνο τα ψηλάδια και οι κρεβατίνες.
Θυμάμαι πάντα τον τρύγο ως μια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Είχε την κούρασή της αλλά και τις χαρές της. Ανεβαίναμε στα δέντρα με αρκετούς κινδύνους και κατεβάζαμε τα σταφύλια μέσα σε «τροβάδια», με την τριχιά. Κάτω από το δέντρο ήταν η γιαγιά ή η μάνα, που άδειαζαν τα σταφύλια στα κοφίνια ή στα καφάσια. Τα φορτώναμε συνήθως στη γαϊδούρα και τα πηγαίναμε στο σπίτι.
Οι ποικιλίες ήταν πολλές. Η πιο ανθεκτική ποικιλία αποδείχτηκε μέχρι και σήμερα το «φράουλο», που μάλλον είναι αμερικάνικη ποικιλία και πρέπει να ήρθε στα ορεινά με το σχέδιο Μάρσαλ, μετά το ’50. Το είχαμε και το έχουμε κυρίως σε κρεβατίνες. Άλλες ποικιλίες είναι το «πρωιμάδι», το «τσ(ι)πάκι», η «κολοκυθάρα», το «αετονύχι», το «σιδέρι», η «μαυροκρούνα», το «κρασοστάφυλο», ο «ροδίτης», η «ασπρούδα», το «γρέντζελο» και πρέπει να ξεχνάω και κάποια Πολύ ανθεκτικό επίσης, που καθυστερούσε να ωριμάσει, ήταν το «σιδέρι». Σκληρό και στυφόγλυκο που το βρίσκαμε πολλές φορές πάνω στα δέντρα μέχρι το Δεκέμβρη, αν δεν το τρώγανε τα πουλιά. Πάντα πρώτο ωρίμαζε το πρωιμάδι και οι πρώτες κόκκινες ρόγες εμφανίζονταν τον 15αύγουστο. Ήταν για μας πανηγύρι. Άρχιζε το καθημερινό κυνήγι των σταφυλιών, που συνόδευαν τα σύκα και τα καρύδια στην καθημερινή μας διατροφή.
Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ήταν το "πρωιμάδι" στη μουριά δίπλα στο σπίτι, η "κολοκυθάρα" στο δέντρο του Κούτρα, το "αετονύχι" δίπλα στην κερασιά στη γούρνα, το "σιδέρι" στην κρανιά του Βασιλοπάνου, στη βρύση, η "μαυροκρούνα" στο δέντρο στην Παναγιά, το "τσπάκι" στη φτελιά στον πάτο στη Λάκα, το "φράουλο" στην κληματαριά στου Χουλιαροχρήστου, η "ασπρούδα" στον κισσό στη λάκα, το "γρέντζελο" στο αμπελάκι. Να που θυμήθηκα τώρα το "αμπελάκι" δίπλα στο σπίτι, που σημαίνει ότι παλιά εκεί ήταν αμπέλι
Όμως κάτι που θα μου μείνει αξέχαστο είναι τα νόστιμα και εντυπωσιακά σταφύλια που μας κερνούσε η Σπυρογ(λ)ρηγόρενα στα ξεφλουδίσματα του καλαμποκιού, στο αλώνι, δίπλα στη Λάκα. Βραδιές με φεγγάρι ξεφλουδίζοντας στοίβες καλαμπόκι, κάτω από τις σκιές του φεγγαρόφωτου, δίπλα στις ψηλές βελανιδιές, με το γλυκό απώι του Σεπτέμβρη χωμένοι μέσα στα καλαμποκόφλουδα για να ζεστενόμαστε, με συζητήσεις των μεγάλων που εμείς οι μικρότεροι ακούγαμε σιωπηλά και πλάθαμε μύθους με τη φαντασία μας. Μυστηριακές εικόνες… Η οικοδέσποινα έφερνε για κέρασμα σταφύλια και σύκα στο πιάτο.
Τα σταφύλια τα «πατούσαμε» στο καζάνι με τα χέρια κι από κει τα ρίχναμε στην κάδη. Συνήθως αφήναμε το κρασί 3 με 4 μέρες στη κάδη και μετά το «τραβούσαμε» και το ρίχναμε στα βαρέλια. Ο πατέρας αναλάμβανε προσωπικά το σφράγισμα των βαρελιών για να βράσουν. Έριχνε και λίγο ρετσίνι μέσα. Πολλές φορές ξύνιζε το κρασί, κυρίως γιατί δεν είχε τους απαραίτητους βαθμούς ή δεν έβραζε όπως θα έπρεπε. Το πρώτο βαρέλι το ανοίγαμε κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων και ήταν το καλύτερο. Το ξυνό το πίναμε το καλοκαίρι, που το έπιαναν οι ζέστες.
Τα "τσίπουρα" τα αφήναμε μέσα στην κάδη για να βράσουν ένα μήνα περίπου, σφραγισμένα επίσης με νάιλον και βαριά πέτρα από πάνω, για να πάνε μετά για απόσταξη για το τσίπουρο.
Η καλλιέργεια - περιποίηση των κλημάτων και η παραγωγή του κρασιού και του τσίπουρου έχει διάφορα στάδια: Το κλάδεμα, το όργωμα γύρω από τη ρίζα και πιθανά η καταβολάδα για τον πολλαπλασισμό και την καλύτερη υγεία του κλήματος, ο τρύγος, το "πάτημα" των σταφυλιών και το "τράβηγμα" του μούστου, το κλείσιμο του βαρελιού, το βράσιμο των "τσίπουρων" και η απόσταξη. Το καθένα από τα στάδια αυτά έχει τις λεπτομέρειές του και απαιτεί ανάλογες γνώσεις και εμπειρία για να έχεις επιτυχία. Το κλάδεμα για παράδειγμα είναι γνώση και δύναμη στα χέρια. Η απόσταξη θέλει υπομονή, δύναμη και μαεστρία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου