
Η Ασβεσταριά είναι στουρναρότοπος. Σκληρό πετρώδες έδαφος της ενδοχώρας Ευρυτανίας. Από δω αλλάζει το χώμα, είναι ακριβώς στη γραμμή της αλλαγής. Το χώμα από σκούρο με μαύρη πέτρα, γίνεται κόκκινο με άσπρη πέτρα. Φεύγουμε από «τα δέντρα», τις πλατύφυλλες βελανιδιές, και μπαίνουμε στο πουρνάρι και στο τσερνόκι. Βγαίνοντας στο καραούλι, μπροστά σου, μια δρασκελιά με το μάτι, είναι το βαθύ και απότομο φαράγγι του Αγιατριαδίτη, που ενώνεται με τη Μέγδοβα, κάτω από τη Δάφνη. Μπροστά το Πετράλωνο, απέναντι το Προσκηνητάρι της Αγίας Παρασκευής, το Κάστρο και τα Αμπέλια τα Δομιανίτικα, ψηλά το Βελούχι μας, ο Κουκουτός κι η Πλάτη, και στο βάθος το Καυκί.



Πρέπει να κατασκευάστηκε στο τέλος του 19ου αιώνα. Εκεί πήγε ο παππούς και η γιαγιά όταν παντρεύτηκαν, για λίγο καιρό, γύρω στο 1907. Από τότε ήταν πάντα το δεύτερο σπίτι. Ο πατέρας λέει επισκεύασε την στέγη μετά την «κατάσταση». Έφερε το πάτερο(δέντρινο) «απ’ τ’ Καλοέρ’»(από του Καλογέρου) και τον βοήθησε ο Σπυρογληγόρης και ο Χουλιαροκώτσος. [«Τ’ Καλοέρ’», είναι μια θέση μέσα στο λόγγο με πολύ ωραία βρύση παλιά, και γούρνα με νερό. Είχε και «καλάνια»(κανάλια) για τα ζώα. Ήταν μια πραγματική όαση. Τα τελευταία 40 χρόνια η βρύση στέρεψε ή έχει ελάχιστο νερό… Τα νερά φεύγουν μαζί με τους ανθρώπους]
Στο καλύβι έβαζε, λέει ο πατέρας, 300 δεμάτια «κλαρί» και κάθε πρωί πήγαινε με τη μάνα κι έπαιρνε, αυτός έναν «ώμο» πουρνάρι κι η μάνα 2-3 δεμάτια κλαρί για να «κρεμάσουν» στα γίδια. Πόσες φορές δεν το γέμισα εγώ με «κλαρί», πότε από τα δέντρα δίπλα, στο λόγγο, και πότε ψηλά απ’ του ΧλιαροΛία, στην κορυφή «στ’ Καμενταλών’».
Όλα μια αφτιασίδωτη σκληράδα. Το έδαφος, τα δέντρα, η φύση ολόκληρη, η ζωή. Η Ευρυτανία του βράχου, του πουρναριού, των φαραγγιών, των απότομων βουνών και των ποταμιών. Η Ευρυτανία του καριοφιλιού του ‘21, της «κάπας και του γκρα» της Αντίστασης. Τέτοια καλύβια φιλοξένησαν κυνηγημένους, κατσαπλιάδες, λήσταρχους, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, μοναχικούς κατατρεγμένους και πάσης φύσεως αγρίμια. Εδώ κοιμηθήκαμε κι εμείς μερικές βραδιές το Φλεβάρη του 1966 με το σεισμό, μέχρι να μας φέρουν τις σκηνές. Θεωρούσαμε πιο ασφαλές και ζεστό το καλύβι.
Από πού πήρε το όνομα Ασβεσταριά, δεν το ξέρω. Το χωριό μας είχε κάποιες «ασβεσταριές», όπως αυτή πάνω απ’ τη Μεγάλη Καστανιά, μέσα στο λόγγο, που τη λειτούργησε ο Χρίστος ο Πολύζος στη διάρκεια του μεσοπολέμου για να φτιάξουν τον Αη - Δημήτρη και άλλα σπίτια στο χωριό. Η ασβεσταριά, εκτός από κατάλληλη πέτρα, ήθελε και πολλά ξύλα για το καμίνι. Άρα το πουρναρόδασος της περιοχής και η άσπρη πέτρα ήταν κατάλληλοι όροι για «ασβεσταριά».

Η Ασβεσταριά από μόνη της μπορεί να έκανε «ένα αλώνι» σιτάρι. Θυμάμαι το σιτάρι, το καλαμπόκι, τα ρεβίθια, ακόμα και τα άνυδρα κοντά φασόλια. Το καλαμπόκι πολλές φορές μας το έτρωγαν τα κοράκια ή ο ασβός. Άμα έπεφταν τα κοράκια, «σαν τα κοράκια», ήταν ικανά να το πάρουν όλο μαζί τους. Έμεναν μόνο τα κουρουμούζια. Κάποιες φορές βάζαμε τσακατούρα για να φοβούνται
Γλυκιά θύμηση κι αρκετή συγκίνηση, με το γρήγορο πέρασμα που έκανα προχθές, γυρνώντας ξανά στα περασμένα.
Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο.
Γιώργος Αθάνας “Νοσταλγίες”