Κειμήλια και μνήμες, στοιχεία από το "οικογενειακό μουσείο" στην εξοχή. Το σπίτι στη φύση, στα όρια της αυτάρκειας και της ελευθερίας [«Tο μέγιστον όφελος από την αυτάρκεια: η ελευθερία», Επίκουρος]. Εκεί η ελευθερία έχει διαφορετικά "Επικούρεια" χαρακτηριστικά: ζεις σε συμφωνία με τη φύση και διδάσκεσαι από τα πράγματα και τις ανάγκες. Μια σύνθετη σχέση επομένως, κι έντονα φορτισμένη.
Στη θέση αυτή είχαν φτιάξει ο παππούς και η γιαγιά το πρώτο ισόγειο σπίτι γύρω στο 1908, λίγους μήνες μετά τον γάμο τους. Αυτό, με τις όποιες βελτιώσεις, έμεινε ως το 1957, οπότε ο πατέρας και η μάνα το γκρέμισαν και έφτιαξαν καινούργιο, ανώγειο, με δύο δωμάτια μεγάλα και ξύλινο πάτωμα και ταβάνι, με ξεχωριστό τζάκι το καθένα, μια "σάλα-διάδρομο" στη μέση, το μπαλκόνι μπροστά και κουζίνα πίσω, εξωτερική και πέτρινη σκεπή από σχιστές πλάκες. Τουαλέτα στη φύση. Με τον σεισμό που έγινε στην Ευρυτανία το 1966 έπαθε κάποιες ζημιές, κυρίως στη σκεπή, και πάντα με τις βροχές είχαμε σταλάγματα. Το 2010 ο πατέρας - πέντε χρόνια πριν "φύγει" - για να αποφύγει τα σταλάγματα κατέβασε την πέτρινη σκεπή και την έκανε με κόκκινο τσίγκο.
Κάτω είχαμε το "κατώι" για τα μεγάλα ζώα - το άλογο, το γάιδαρο και τις δύο αγελάδες - και μια μικρή αποθήκη για τα κρασιά, τα τυριά, τους καρπούς, τα κριθάρια για τα ζώα. Το σιτάρι, το καλαμπόκι και το αλεύρι το είχαμε επάνω, σε μεγάλα "αμπάρια".
Γύρω από το σπίτι υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι: το "μαντρί" για τα πρόβατα και τα γίδια, το κοτέτσι, το γουρνοκούμουσο για το γουρούνι και η καλύβα/αχυρώνα για τα χόρτα και το κλαρί. Τα σκυλιά μας και οι γάτες δεν είχαν ξεχωριστό χώρο. Ήταν παντού και σε απόσταση από τον άνθρωπο. Ούτε στο μπαλκόνι πλησίαζαν. Είχαμε και την αχυρώνα κάτω απ' τ' αλώνι, κυρίως για το άχυρο, και το καλύβι στην Ασβεσταριά, που το γεμίζαμε με δεμάτια ξερό κλαρί για το χειμώνα
Σήμερα "ζει" στην απόλυτη μοναξιά και ησυχία, περιμένοντας την ουτοπία: τον γυρισμό.
"...κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος."
Όλα μια αφτιασίδωτη σκληράδα. Το έδαφος, τα δέντρα, η φύση ολόκληρη, η ζωή. Η Ευρυτανία του βράχου, του πουρναριού, των φαραγγιών, των απότομων βουνών και των ποταμιών. Η Ευρυτανία του καριοφιλιού του ‘21, της «κάπας και του γκρα» της Αντίστασης. Κυνηγημένοι, κατσιαπλιάδες, λήσταρχοι, κλέφτικες και αντάρτικες ομάδες, μοναχικοί κατατρεγμένοι και πάσης φύσεως αγρίμια.
"Φέρε με πάλι στους παληούς καιρούς,
καρδιά νοσταλγική,
κι άσε με εκεί μονάχο
σα ναυαγό που πρόφτασε
την ώρα πόλαμψε η αστραπή
κι' αρπάχτηκε στο βράχο."
[Γιώργος Αθάνας “Νοσταλγίες”]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου