Όταν
ο λύκος περνούσε…
Ούρλιαζαν
τα σκυλιά μας, περασμένα μεσάνυχτα, και δεν μας κόλλαγε ο ύπνος. «Τώρα περνάει
ο λύκος» έλεγε ο πατέρας. Η λάμπα πετρελαίου έκαιγε κρεμασμένη μπροστά στο
τζάκι και το καντήλι κρεμασμένο κι αυτό, κάτω από το τζάκι όμως, γιατί καπνίζει.
Το χιόνι έξω μισό μέτρο, παγωμένο. Η αχνή αντιφεγγιά του φεγγαριού τα έκανε όλα
περίεργα, σαν βάζαμε το κεφάλι μας στο παραθύρι να κοιτάξουμε, να δούμε τι
συμβαίνει. Η αναστάτωση, ανακατεμένη περιέργεια με φόβο, ο παιδικός ο φόβος.
Πόσα δεν περνούσαν από το παιδικό μυαλό, αν και είχαμε σκληραγωγηθεί και
ατσαλωθεί με τον τρόπο ζωής που κάναμε εκεί στην ερημιά.
Το
σπίτι μας ήταν μια