Το χωριό μας έχει ιδανικές συνθήκες για ρίγανη πολύ καλής ποιότητας• και λέμε πως είναι «ριγανότοπος». Γενικά η ελληνική ρίγανη θεωρείται η καλύτερη στον κόσμο, η δε ποιότητά της οφείλεται κυρίως στο μεγάλο υψόμετρο που φυτρώνει, στα ασβεστούχα, ξερικά και άγονα εδάφη, αλλά και στην πλούσια ηλιοφάνεια. Αυτές τις συνθήκες τις έχει το χωριό μας με το παραπάνω και ιδιαίτερα τα προσηλιακά μέρη της εξοχής, που είναι το πατρικό μας σπίτι. Είναι πολυετές και σκληραγωγημένο φυτό κι ενώ αγαπάει τον ήλιο, αντέχει και σε χαμηλές θερμοκρασίες αυτών των ορεινών περιοχών.
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ‘70 οι έμποροι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ρίγανη στην Ευρυτανία• και στο χωριό μας φυσικά. Έτσι κάθε καλοκαίρι, μικροί και μεγάλοι μαζεύαμε ρίγανη. Δεν υπήρχε ξεκούραση. Πρωί, μεσημέρι και μέχρι το σούρουπο, όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Η μάνα με την αδερφή μας έπαιρναν το γαϊδούρι και πήγαιναν ώρες μακριά, σε δύσκολα και απομακρυσμένα μέρη και γύριζαν αργά το βράδυ, κατάκοπες, με το ζώο φορτωμένο. Μέχρι τα Βαρκά, πάνω από τους Δομιανούς και την Αγία Παρασκευή. Εμείς τα παιδιά, με το δρεπάνι ή με το σουγιά, δεν αφήναμε ρεματιά και όχτο που να μην τα περπατήσουμε. Αυτό που προσέχαμε πολύ ήταν να μην την ξεριζώνουμε. Ξέραμε ότι το ξερίζωμα σημαίνει καταστροφή για το φυτό.
Εκστρατείες να μαζέψουμε ρίγανη οργανώναμε μέχρι τα Σταρνήθια τα Δομιανίτικα, στο Χοχλίτικο το ρέμα, στα απότομα πουρναροτόπια, ακόμα και στο «βράχο», ανάμεσα στα Στεφάνια και στο Κατσιφέικο, πίσω από τον Γλα. «Στεφάνια» λέγαμε τους απότομους βράχους-ορθοπλαγιές, επικίνδυνες για γκρεμίσματα. Έτσι είχαμε το Τρανό Στεφάνι, το Μεσαίο Στεφάνι κλπ. Η Κοτρώνα και η Κοτρωνούλα, η Κρανιά και το Πετράλωνο, η Σκάλα και η Βρύση στο Κατσιφέικο, ατέλειωτα ονόματα και τοπωνύμια και καθημερινά «μετερίζια» για κείνα τα χρόνια. Πηγαίναμε με τα γίδια και τα πρόβατα, για ρίγανη, ή για να κόψουμε πουρνάρι και φιλίκι το χειμώνα, να τα φέρουμε στο μαντρί για τα κατσίκια.
Εκεί στο Τρανό το Στεφάνι τραυματίστηκε σοβαρά η γιαγιά στο κεφάλι με πέτρα, που έριξαν από ψηλά τα γίδια. Πρέπει να ήταν προς το τέλος της άνοιξης, αρχές καλοκαιριού, που είχαμε απολύσει τα κατσίκια. Το θυμάμαι πολύ καλά, ενώ ήμουνα - δεν ήμουνα έξι χρονών. Τη θυμάμαι σαν τώρα τη γιαγιά στο φορείο και τις επόμενες μέρες στο κρεβάτι με ένα πλαστικό καπέλο στο κεφάλι, όλο το καλοκαίρι, με τις μύγες να απειλούν με μόλυνση τις πληγές της με τα ράμματα. Τη γλύτωσε φτηνά, όπως λέγαμε τότε και έφυγε μετά από χρόνια, στα 91 της.
Μια φορά μαζεύοντας ρίγανη στο ρέμα στου Κακαβούλη, χαμηλά δίπλα στη Λάκα, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά, έπεσα και στραμπούλιξα το χέρι μου ψηλά στον αγκώνα. Πέρασα ένα καλοκαίρι με δεμένο και κρεμασμένο το χέρι... εργατικό ατύχημα.
Τη ρίγανη τη μαζεύαμε χεριές και τη δέναμε με το μεγαλύτερο κλωνάρι. Τις χεριές τις απλώναμε γύρω από το σπίτι, συνήθως πάνω στο μαντρί στις πλάκες, για να ξεραθούν και σε καμιά δεκαριά μέρες τις συγκεντρώναμε να τις τρίψουμε. Τις βάζαμε σωρό όλες μαζί πάνω σε κουβέρτα ή παλιό σεντόνι και τις στουμπίζαμε με ένα μεγάλο ξύλο, συνήθως στυλιάρι, να απομείνουν μόνο τα κοτσάνια. Τα τρίμματα τα κοσκινίζαμε να φύγουν τα κλωναράκια και μετά τα βάζαμε στα σακιά.
Τα σακιά με την τριμμένη ρίγανη τα πηγαίναμε στο χωριό για να περάσει ο έμπορος να τη ζυγίσει και να μας πληρώσει. Πολλές φορές όταν έρχονταν ο έμπορος χτυπούσε η καμπάνα, οπότε προλάβαινε η μάνα, φόρτωνε το γαϊδούρι ή το άλογο και την πήγαινε στο χωριό. Η αμοιβή μας ήταν ψίχουλα. Δεν θυμάμαι ποσά μεγάλα, αλλά όμως ήταν εισόδημα για την οικογένεια για να αγοράσουμε ζάχαρη ή άλλα προϊόντα της εποχής. Ακόμα για να πάνε ο πατέρας με τη μάνα στο παζάρι το 15αύγουστο στο Καρπενήσι για να φέρουν παζαριάτικα• ό,τι μας έλειπε και ήταν απαραίτητο. Καντήλια, καντηλήθρες, λάμπες και λαμπογιάλια, πέταλα και καρφιά για το άλογο, σχοινί κόκκινο για τον αργαλειό, στραγκιστήρες και τσαντήλες για το τυρί, βελόνια και καρέλια για ράψιμο, κανένα μοσχοσάπουνο, ρετσίνι για το κρασί, σπάνια κανένα ρούχο, παπούτσια από καουτσούκ «καμπάνα» ή πλαστικά, μαχαίρι και καινούργιο χαντζάρι για τον πατέρα, εσώρουχα για μας τα παιδιά και κανένα καρπούζι. Το καρπούζι το είχε καημό η μάνα, γιατί έλεγε πάντα, όταν ήταν στο Καρπενήσι «ανταρτόπληκτη» το 1947, έψαχνε μέσα στα σκουπίδια για να φάει τις καρπουζόφλουδες. Της άρεσε πολύ το καρπούζι.
Έχω την εντύπωση ότι το εμπόριο της ρίγανης σταμάτησε κάπως απότομα και άδοξα. Δεν θυμάμαι όμως γιατί• και ίσως να χρειαζόταν αυτό να γίνει, γιατί, όπως είναι φυσικό, υπάρχει ο κίνδυνος από το υπερβολικό μάζεμα να μειωθεί ή και να απειληθεί η παρουσία της στην περιοχή. Σήμερα έχει πλούσια παρουσία και φυτρώνει ξανά παντού. Στην περίοδο της ανθοφορίας δημιουργεί μικρούς παράδεισους με χρώματα και μυρωδιές. Οι μέλισσες και τα κάθε λογής έντομα που την περιτριγυρίζουν, οι πεταλούδες και τα πουλιά, αλλά και το άνθος της και το έντονο άρωμά της, εκπέμπουν ευφορία και φυσικό πλούτο.
Η αναφορά στην ρίγανη είναι για να μεταφερθούμε λίγο στα όμορφα εκείνα χρόνια. Δύσκολα αλλά όμορφα, με λίγη ξεγνοιασιά αλλά και πείσμα για ζωή. Άγουρη νιότη με ένα σωρό βάσιμες ελπίδες για το αύριο. Δεν φαινόταν ότι θα γίνουμε έμποροι ή παραγωγοί ρίγανης, δεν το «είχαμε», αλλά είχαμε σίγουρο ότι θα βελτιώναμε τη ζωή μας και όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Έτσι γενικά. Ναι, όλα άλλαξαν πολύ. Πορευτήκαμε σε άλλη στράτα. Αλίμονο, όλα αλλάζουν!!
«…Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα•
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα….»
Απόσπασμα από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το σπίτι που γεννήθηκα»
Στα μέσα της δεκαετίας του ‘60 και στις αρχές του ‘70 οι έμποροι έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ρίγανη στην Ευρυτανία• και στο χωριό μας φυσικά. Έτσι κάθε καλοκαίρι, μικροί και μεγάλοι μαζεύαμε ρίγανη. Δεν υπήρχε ξεκούραση. Πρωί, μεσημέρι και μέχρι το σούρουπο, όλη η οικογένεια ήταν στο πόδι. Η μάνα με την αδερφή μας έπαιρναν το γαϊδούρι και πήγαιναν ώρες μακριά, σε δύσκολα και απομακρυσμένα μέρη και γύριζαν αργά το βράδυ, κατάκοπες, με το ζώο φορτωμένο. Μέχρι τα Βαρκά, πάνω από τους Δομιανούς και την Αγία Παρασκευή. Εμείς τα παιδιά, με το δρεπάνι ή με το σουγιά, δεν αφήναμε ρεματιά και όχτο που να μην τα περπατήσουμε. Αυτό που προσέχαμε πολύ ήταν να μην την ξεριζώνουμε. Ξέραμε ότι το ξερίζωμα σημαίνει καταστροφή για το φυτό.
Εκστρατείες να μαζέψουμε ρίγανη οργανώναμε μέχρι τα Σταρνήθια τα Δομιανίτικα, στο Χοχλίτικο το ρέμα, στα απότομα πουρναροτόπια, ακόμα και στο «βράχο», ανάμεσα στα Στεφάνια και στο Κατσιφέικο, πίσω από τον Γλα. «Στεφάνια» λέγαμε τους απότομους βράχους-ορθοπλαγιές, επικίνδυνες για γκρεμίσματα. Έτσι είχαμε το Τρανό Στεφάνι, το Μεσαίο Στεφάνι κλπ. Η Κοτρώνα και η Κοτρωνούλα, η Κρανιά και το Πετράλωνο, η Σκάλα και η Βρύση στο Κατσιφέικο, ατέλειωτα ονόματα και τοπωνύμια και καθημερινά «μετερίζια» για κείνα τα χρόνια. Πηγαίναμε με τα γίδια και τα πρόβατα, για ρίγανη, ή για να κόψουμε πουρνάρι και φιλίκι το χειμώνα, να τα φέρουμε στο μαντρί για τα κατσίκια.
Εκεί στο Τρανό το Στεφάνι τραυματίστηκε σοβαρά η γιαγιά στο κεφάλι με πέτρα, που έριξαν από ψηλά τα γίδια. Πρέπει να ήταν προς το τέλος της άνοιξης, αρχές καλοκαιριού, που είχαμε απολύσει τα κατσίκια. Το θυμάμαι πολύ καλά, ενώ ήμουνα - δεν ήμουνα έξι χρονών. Τη θυμάμαι σαν τώρα τη γιαγιά στο φορείο και τις επόμενες μέρες στο κρεβάτι με ένα πλαστικό καπέλο στο κεφάλι, όλο το καλοκαίρι, με τις μύγες να απειλούν με μόλυνση τις πληγές της με τα ράμματα. Τη γλύτωσε φτηνά, όπως λέγαμε τότε και έφυγε μετά από χρόνια, στα 91 της.
Μια φορά μαζεύοντας ρίγανη στο ρέμα στου Κακαβούλη, χαμηλά δίπλα στη Λάκα, κάτω απ’ τη μεγάλη μουριά, έπεσα και στραμπούλιξα το χέρι μου ψηλά στον αγκώνα. Πέρασα ένα καλοκαίρι με δεμένο και κρεμασμένο το χέρι... εργατικό ατύχημα.
Τη ρίγανη τη μαζεύαμε χεριές και τη δέναμε με το μεγαλύτερο κλωνάρι. Τις χεριές τις απλώναμε γύρω από το σπίτι, συνήθως πάνω στο μαντρί στις πλάκες, για να ξεραθούν και σε καμιά δεκαριά μέρες τις συγκεντρώναμε να τις τρίψουμε. Τις βάζαμε σωρό όλες μαζί πάνω σε κουβέρτα ή παλιό σεντόνι και τις στουμπίζαμε με ένα μεγάλο ξύλο, συνήθως στυλιάρι, να απομείνουν μόνο τα κοτσάνια. Τα τρίμματα τα κοσκινίζαμε να φύγουν τα κλωναράκια και μετά τα βάζαμε στα σακιά.
Τα σακιά με την τριμμένη ρίγανη τα πηγαίναμε στο χωριό για να περάσει ο έμπορος να τη ζυγίσει και να μας πληρώσει. Πολλές φορές όταν έρχονταν ο έμπορος χτυπούσε η καμπάνα, οπότε προλάβαινε η μάνα, φόρτωνε το γαϊδούρι ή το άλογο και την πήγαινε στο χωριό. Η αμοιβή μας ήταν ψίχουλα. Δεν θυμάμαι ποσά μεγάλα, αλλά όμως ήταν εισόδημα για την οικογένεια για να αγοράσουμε ζάχαρη ή άλλα προϊόντα της εποχής. Ακόμα για να πάνε ο πατέρας με τη μάνα στο παζάρι το 15αύγουστο στο Καρπενήσι για να φέρουν παζαριάτικα• ό,τι μας έλειπε και ήταν απαραίτητο. Καντήλια, καντηλήθρες, λάμπες και λαμπογιάλια, πέταλα και καρφιά για το άλογο, σχοινί κόκκινο για τον αργαλειό, στραγκιστήρες και τσαντήλες για το τυρί, βελόνια και καρέλια για ράψιμο, κανένα μοσχοσάπουνο, ρετσίνι για το κρασί, σπάνια κανένα ρούχο, παπούτσια από καουτσούκ «καμπάνα» ή πλαστικά, μαχαίρι και καινούργιο χαντζάρι για τον πατέρα, εσώρουχα για μας τα παιδιά και κανένα καρπούζι. Το καρπούζι το είχε καημό η μάνα, γιατί έλεγε πάντα, όταν ήταν στο Καρπενήσι «ανταρτόπληκτη» το 1947, έψαχνε μέσα στα σκουπίδια για να φάει τις καρπουζόφλουδες. Της άρεσε πολύ το καρπούζι.
Έχω την εντύπωση ότι το εμπόριο της ρίγανης σταμάτησε κάπως απότομα και άδοξα. Δεν θυμάμαι όμως γιατί• και ίσως να χρειαζόταν αυτό να γίνει, γιατί, όπως είναι φυσικό, υπάρχει ο κίνδυνος από το υπερβολικό μάζεμα να μειωθεί ή και να απειληθεί η παρουσία της στην περιοχή. Σήμερα έχει πλούσια παρουσία και φυτρώνει ξανά παντού. Στην περίοδο της ανθοφορίας δημιουργεί μικρούς παράδεισους με χρώματα και μυρωδιές. Οι μέλισσες και τα κάθε λογής έντομα που την περιτριγυρίζουν, οι πεταλούδες και τα πουλιά, αλλά και το άνθος της και το έντονο άρωμά της, εκπέμπουν ευφορία και φυσικό πλούτο.
Η αναφορά στην ρίγανη είναι για να μεταφερθούμε λίγο στα όμορφα εκείνα χρόνια. Δύσκολα αλλά όμορφα, με λίγη ξεγνοιασιά αλλά και πείσμα για ζωή. Άγουρη νιότη με ένα σωρό βάσιμες ελπίδες για το αύριο. Δεν φαινόταν ότι θα γίνουμε έμποροι ή παραγωγοί ρίγανης, δεν το «είχαμε», αλλά είχαμε σίγουρο ότι θα βελτιώναμε τη ζωή μας και όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο. Έτσι γενικά. Ναι, όλα άλλαξαν πολύ. Πορευτήκαμε σε άλλη στράτα. Αλίμονο, όλα αλλάζουν!!
«…Το σπίτι που γεννήθηκα, ίδιο στην ίδια στράτα
στα μάτια μου όλο υψώνεται και μ' όλα του τα νιάτα.
Το σπίτι, ας του νοθέψανε το σχήμα και το χρώμα•
και ανόθευτο κι αχάλαστο, και με προσμένει ακόμα….»
Απόσπασμα από το ποίημα του Κωστή Παλαμά «Το σπίτι που γεννήθηκα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου