Γεννήθηκα
πριν εξήντα τέσσερα χρόνια ακριβώς… Πότε πέρασαν;
Γεννήθηκα σ’ ένα χωριό
μια Πέμπτη μεσημέρι.
Γιατρός δε με ξεπέταξε
μα της γιαγιάς το χέρι.
[Παραλλαγή του «ΣΦΕΝΤΟΝΑ», του Βασίλη Παπακωνσταντίνου]
μια Πέμπτη μεσημέρι.
Γιατρός δε με ξεπέταξε
μα της γιαγιάς το χέρι.
[Παραλλαγή του «ΣΦΕΝΤΟΝΑ», του Βασίλη Παπακωνσταντίνου]
«Στην
αρχή ήταν το χάος. Μετά γεννήθηκα εγώ...» κι όλα έγιναν ωραία! Γεννήθηκα πριν
εξήντα τέσσερα χρόνια ακριβώς - 28 Γενάρη 1954 γράφει η ταυτότητα και το
πιστοποιητικό γέννησης του δήμου - στα Πετράλωνα Ευρυτανίας στο σπίτι μας στην
«εξοχή», μια ώρα έξω από το χωριό μέσα σε ένα έντονο ορεινό ανάγλυφο και μια πλούσια
φύση με δάση, ρέματα, νερά, άγρια ζώα και πουλιά, σε ένα περιβάλλον
αγροτοκτηνοτροφικό με καλλιέργειες και όλων των ειδών τα καρποφόρα δέντρα και
με φόντο τη
βόρεια πλευρά του Βελουχιού.
Το
σπίτι, ένα παλιό πέτρινο, ανώγειο, μισογκρεμισμένο μετά την τετραετή σχεδόν εγκατάλειψη
στα χρόνια του εμφυλίου. Στο ρόλο της μαμής ήταν, σε όλες τις γέννες της μάνας,
η γιαγιά. Η μάνα έκανε τέσσερις γέννες, τις τρεις σε τρία
χρόνια! Η αδερφή μας είναι η μεγαλύτερη. Ήμασταν μια 8μελής οικογένεια –
παππούς, γιαγιά, οι γονείς και τέσσερα παιδιά - με μια οικονομία «κλειστή»,
σχεδόν πλήρους αυτάρκειας, με ιδιοπαραγωγή για ιδιοκατανάλωση. Ο αδερφός μου λέει
ότι δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει τη διαδικασία της γέννας, γιατί τον έδιωχνε ο
πατέρας. Μόνο που είχα την εντύπωση ότι γεννήθηκα στο ισόγειο του σπιτιού στο
χωμάτινο πάτωμα, πάνω στη μπάτσα αντί για στρώμα. Τώρα ο αδερφός μου τα
ανατρέπει και λέει ότι γεννήθηκα σε κανονικό δωμάτιο, στον όροφο.
Αυτός
θυμάται∙ και
θυμάται και το παλιό σπίτι. Το καινούργιο μας το φτιάξαμε το 1957, όταν εγώ
ήμουνα 3 χρόνων περίπου. Λένε ότι οι
πρώτες θύμησες ξεκινούν μετά την ηλικία των τριών χρόνων. Το πρώτο πράγμα που
θυμάμαι κι εγώ στη ζωή μου είναι όταν έπεσα μέσα σε μια «γούρνα» γεμάτη νερό.
Την είχαν ανοίξει οι κτιστάδες που έφτιαχναν το σπίτι για να «σβήνουν» τον
ασβέστη. Ευτυχώς - ή δυστυχώς - με πρόλαβαν…
Από τότε μου έμεινε ο φόβος του πνιγμού, γι’ αυτό ακόμα και τώρα στη θάλασσα αναζητώ συνεχώς να
πατώνω… Το δεύτερο που θυμάμαι επίσης είναι όταν με πήρε η γελάδα μας, η
Σαβούλα, από τις τιράντες στα κέρατά της και με πήγαινε βόλτα. Αυτό ίσως και να
μου άρεσε, γιατί δεν μου άφησε κάτι σοβαρό…
Η
μάνα έλεγε τώρα στο τέλος, πριν «φύγει»: «δεν τον ήθελα το Στέφο μ’, δεν ήθελα
τέσσερα παιδιά». Προέκυψε με λίγα λόγια ο Στέφανος, παρά την προσπάθεια για
οικογενειακό προγραμματισμό. Η βασική φυσική μέθοδος αντισύλληψης της εποχής
ήταν ο θηλασμός. Γι’ αυτό κι εμένα με θήλαζε
μέχρι τριών χρόνων! Δεν με «απόκοψε», όπως έλεγε. Ήμουνα κι ο
στερνογέννητος καρπός της, ο μικρότερος, ο «κομπορόζος», έτσι με έλεγαν.
Αυτά
τα λίγα για την ιστορία, αν και θα μπορούσε να γραφεί ολόκληρο βιβλίο. Ωστόσο
έρχεται μια μέρα, να τώρα, που διαπιστώνεις και λες: «είμαι 64 χρονών!». Ταυτόχρονα
κάνεις ό,τι μπορείς για να επιβεβαιώσεις ότι είσαι καλά, «στη δεύτερη εφηβεία».
Κι ανεβάζεις φωτογραφίες στο facebook… για να
σε πιστέψουν, μέχρι να σε πούνε «ψώνιο». Τοποθετείς τον εαυτό σου σε σχέση με την
γεωγραφία του χρόνου και παίρνεις τη θέση σου, με υποκειμενικό τρόπο. Δέχεσαι
ότι βρίσκεσαι σε ένα ορισμένο σημείο της καμπύλης, που αναγκαστικά πρέπει κι
αυτή να την διανύσεις με όσο γίνεται πιο αργό τρέξιμο, για να απομακρύνεις τον
τερματισμό. Κι όλα γίνονται με μέτρο, εφαρμόζοντας τους κανόνες του χρονικού αθλητισμού
…
Τρέχεις
στην τροχιά, στις ανηφόρες και τις κατηφόρες, στους αγώνες της ζωής, μετρώντας τα
βήματα, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα, και κάποια στιγμή, όπως τώρα, κοιτάς πίσω
και δεν το πιστεύεις. Πότε πέρασαν; Όμως,
γιατί να κοιτάμε πίσω στο χθες και στο προχθές, αφού όλες μας οι επιθυμίες
αναφέρονται στο αύριο, στην ελπίδα; Η ελπίδα ανήκει στο αύριο∙ και τα καλύτερα χρόνια «είναι αυτά που δεν έχουμε
ζήσει ακόμα». Ό,τι ανάγεται στο αύριο είναι εν δυνάμει ένα όμορφο όνειρο, ας
είναι και χίμαιρα …
Έγραφε η φίλη η Νίνα Σ. πριν λίγες μέρες για τα χρόνια που
φεύγουν: «περισσότερο
φοβάμαι τον περιορισμό των δυνατοτήτων και των αντοχών». Φοβάμαι, λέω κι εγώ, τότε που δεν θα μπορώ να
τρέχω στους αγώνες κι ακόμα περισσότερο, τότε που δεν θα μπορώ ν’ ανεβαίνω στα
βουνά. Όμως αυτά είναι μακριά, τώρα έχουμε τη δεύτερη εφηβεία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου